Προδοσία
Γκρέμισες τα πάντα. Πώς μπόρεσες; Πάντα έλεγες πως ήθελες το καλύτερο για μένα. Έτσι; Μ’ αυτόν τον τρόπο; Μαραζώνοντας την αγάπη μου, τα όνειρά μου για μας; Προδοσία! Ψέματα. Ψέματα ξανά και ξανά. Κι εγώ τα πίστευα, σε πίστευα. Κι άφηνα να περνούν τα λάθη σου, να σβήνονται σιγά σιγά από τη μνήμη μου και να σε θέλω όλο και περισσότερο στην αγκαλιά μου. Και δεν καταλάβαινα η ανόητη ότι τόσο καιρό αγκάλιαζα ένα κορμί άψυχο, χωρίς καρδιά, χωρίς νου, γιατί κάπου τα είχες ξεχάσει.
Κι έβλεπα τη «μάσκα» που είχες καλά προσαρμόσει στο πρόσωπό σου και νόμιζα πως άλλαζες για μένα, για μας, πως είχες αποφασίσει να «γυρίσεις». Και ξαφνικά όλα έγιναν καπνός. Μια στιγμή ήταν αρκετή για να γίνουν όλα γκρίζα, θολά, άσχημα.
Έσκισα το φάκελο χωρίς να καταλάβω πως έσκιζα την καρδιά μου. Άνοιγα τα χαρτιά ένα ένα κι έβλεπα ένα ένα να γκρεμίζονται τα όνειρα, τα λόγια, οι υποσχέσεις, τα φιλιά, ο έρωτας. Ένα έρωτας ανεκπλήρωτος τελικά. Σε έβλεπα να της μιλάς, να είστε μαζί και ήθελα να τσιρίξω, να ξεριζώσω την καρδιά μου να μη νιώθει τη μαχαιριά της κοροϊδίας σου, της αδιαφορίας, της προδοσίας σου.
Πως να καταλάβω η τρελή κι ανόητη που πίστεψα ότι και η ζωή μπορεί να γίνει σινεμά, να γίνει ένα λουλούδι που μόνο ανθίζει και δεν μαραίνεται;
-Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
-Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
-Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τ΄αστέρι…
Κοίταξε μακριά στο κενό… Και δάκρυσε…
(Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη: Το χρώμα του φεγγαριού)
Λίνα Κατσίκα