Ταξιδεύοντας με τη φωτογραφία σου
Και κάπως έτσι, άλλο ένα σούρουπο με βρήκε ξεχασμένο πάνω από τη φωτογραφία σου. Να την ψηλαφίζω, να της μιλώ και τελικά να ξημερώνομαι μαζί της. Που να με πάρει η ευχή, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δεν κατάφερα ποτέ να αλλάξω αυτή μου τη συνήθεια. Δεν μπόρεσα λεπτό να επιβληθώ στην ακόρεστη ανάγκη μου για ένα τελευταίο ταξίδι στην ανάμνησή σου.
Κάθε μου ευάλωτη στιγμή και μια αναδρομή στη θωριά σου. Μια καθιερωμένη εθιστική περιπλάνηση στην καταραμένη σου ομορφιά, που ξεκινάει πάντα απ’ τα μάτια σου. Από την αρχή του “κακού” μου.
Χάνομαι σε αυτά τα μάτια, το καταλαβαίνεις; Κρατούν ακόμη φυλακισμένη εκείνη την αίσθηση του απαγορευμένου και του αμαρτωλού εντός τους. Τα παρατηρώ και θυμάμαι μία προς μία όλες εκείνες τις ατέλειωτες νύχτες που ταξιδεύαμε μαζί σε μια ιστορία δίχως αύριο. Εκεί μέσα ανακάλυψα όλες σου τις ευαισθησίες. Την κρυμμένη σου ανασφάλεια, τις ανείπωτες φοβίες σου· βουτούσα στο χάος τους με την ελπίδα να συναντήσω κι εμένα κάπου εκεί. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δεν έχασαν ποτέ τη ζωντάνια και την εκφραστικότητά τους. Διατηρούν ακόμη εκείνη τη σαγηνευτική γοητεία, που αφόπλιζε ηδονικά κάθε μου επιχείρημα και έκαμπτε κάθε μου δισταγμό.
Στη συνέχεια, χαϊδεύοντας τις πρώτες ρωγμές στο χαμόγελό σου, εγκλωβίζομαι και πάλι στα χείλη σου. Στα χείλη αυτά που κοινώνησαν τον κόσμο μου όλο κατά καιρούς. Στα χείλη, που φιλώντας τα μίσησα κάθε σου αλήθεια και λάτρεψα κάθε σου ψέμα. Ποτέ μου δε σταμάτησα να τα περιεργάζομαι και να τα λαχταρώ. Έμαθα να προβλέπω κάθε τους σύσπαση και να μαντεύω κάθε τους λέξη. Πόσα σου μυστικά μου εμπιστεύτηκαν, να’ ξερες. Αποκαλύψεις που δεν έντυσαν ποτέ τα λόγια σου. Εκμυστηρεύσεις που δε συνόδευσε ποτέ ο ήχος της φωνής σου. Τα ερωτεύτηκα αυτά σου τα χείλη. Ακόμα και σήμερα, χαμογελάω ασυναίσθητα κάθε φορά που διαγράφω το περίγραμμά τους.
Τέλος, καθώς ολοκληρώνω την καθιερωμένη μου περιήγηση στις γωνίες του προσώπου σου, γκρεμίζομαι μοιραία στο λαιμό σου. Η αγαπημένη μου πτώση. Το τέλος μιας διαδρομής που αποστήθισα έως και την τελευταία της σπιθαμή. Ποτέ μου δεν ξέχασα τη γεύση και τη μυρωδιά του. Εκεί απέθεσα όλα μου τα μυστικά και όλους μου τους προβληματισμούς για το επικείμενο τέλος. Εκεί εμπιστεύτηκα και τελικά σφράγισα τις πιο τρυφερές πτυχές μου. Στο λαιμό σου εξομολογήθηκα, ξαπόστασα και ξενύχτησα· μέχρι οι πρώτες αχτίδες φωτός να λούσουν και πάλι το ξενυχτισμένο πρόσωπό μου.
Δεν άλλαξες γαμώτο. Όσος καιρός κι αν πέρασε, όσα γεγονότα κι αν μεσολάβησαν, εσύ παραμένεις το ίδιο οικεία και μοναδική. Εξακολουθώ να αναπαράγω τη ζωή μου όλη σε εκείνη σου τη φωτογραφία, που από τότε, άκουσε τις μοναχικότερες καλημέρες μου και τις πιο μεθυσμένες μου καληνύχτες.
Χατζηκυριάκου Παντελής