12 Ιουνίου 2019
Share

Η γραφομηχανή

Post Views: 4

Σάββατο πρωί και ο Ανδρέας ήταν -ήδη- καθισμένος μπροστά από τη γραφομηχανή του την οποία, ευλαβικά, είχε βγάλει από την ντουλάπα που την είχε καταχωνιασμένη και είχε αρχίσει να γράφει. Το δωμάτιό του μια σταλιά με τα μόνα έπιπλα που χωρούσε το μονό του κρεβάτι, ένα μικρό γραφείο και μια μονόφυλλη ντουλάπα. Από τις 5 είχε ξυπνήσει για να προλάβει να γράψει κάνα – δυο σελίδες από το μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει χωρίς να τον καταλάβει ο πατέρας του.

Ο Ανδρέας είχε κλίση στα γράμματα από παιδί και ειδικά στη συγγραφή. Τους καλύτερους βαθμούς έφερνε στο σπίτι. Όμως αντί για γέλια και χαρές πάντα η ίδια ατάκα από τα χείλη του πατέρα του. “Εσύ δεν τα χρειάζεσαι τα γράμματα. Έχεις να αναλάβεις το μπακάλικο. Ποιος θα το δουλέψει όταν γεράσω;”. Μόνο η μάνα του καμάρωνε κρυφά για την πρόοδο του γιου της. Και έτσι ο Ανδρέας μόλις έκλεισε τα 18 έπιασε μόνιμα δουλειά στο μπακάλικο του πατέρα του.

Με τα χρήματα που έβγαζε από εκεί αγόρασε κρυφά μια γραφομηχανή. Όμορφη και ολοκαίνουργια φάνταζε άπιαστο όνειρο όταν την είχε δει στη βιτρίνα του καταστήματος γραφικής ύλης στην πόλη. Όταν πια κατάφερε να την αγοράσει μαζί με μια στοίβα κόλλες Α4 την αγκάλιασε τόσο σφιχτά σαν να αγκάλιαζε κάποιο έμψυχο ον. Την έκρυψε στην ντουλάπα ενημερώνοντας μόνο τη μητέρα του και κάθε πρωί σηκωνόταν νωρίτερα για να γράφει. Χανόταν μέσα στον μαγικό κόσμο των λέξεων, ταξίδευε ανάμεσα στις σελίδες του, κρεμόταν χαρούμενα από τις αποστρόφους, ξεκουραζόταν στις τελείες, ενθουσιαζόταν πάνω στα θαυμαστικά και όταν ο οίστρος τον συνέπαιρνε “εγκατέλειπε” το μικρό δωμάτιο και περιπλανιόταν παρέα με τους ήρωες των ιστοριών του μέχρι να ακούσει τα βαριά βήματα του πατέρα του και να κρύψει βιαστικά την γραφομηχανή. Καμιά φορά όταν η έμπνευση τον κατέκλυζε στο μπακάλικο ξεχνούσε φρούτα και λαχανικά και κάπου ανάμεσα στα τελάρα με τις πατάτες και τα κρεμμύδια καθόταν να γράψει δυο αράδες με ένα παλιό μολύβι σε ένα -πρόχειρα- κομμένο χαρτί από το τεφτέρι του πατέρα του. Τι κι αν οι πελάτες ξερόβηχαν, τι κι αν ζητούσαν να τους ζυγίσει πορτοκάλια και καρότα εκείνος ήταν μαγεμένος από τις λέξεις του και δεν άκουγε τίποτα.

Εκείνο το Σάββατο, λοιπόν, και καθώς ο Ανδρέας είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με μια όμορφη, αέρινη φιγούρα, μια νεράιδα που τρύπωσε μέσα στην ιστορία του, δεν άκουσε τα βαριά βήματα του πατέρα του που ερχόταν να τον ξυπνήσει για να πάνε στη δουλειά.

“Τι κάνεις εκεί ρε;” ακούστηκε η φωνή του άγρια και έσταζε οργή. Ο Ανδρέας πετάχτηκε σαν από λήθαργο. “Πατέρα” πρόλαβε μόνο να ψελλίσει. “Τι καραγκιοζιλίκια είναι αυτά ρε γελοίε; Τι κωλόπραμα είναι αυτό; Ώστε εκεί χαλάς τα λεφτά που σου δίνω;” ούρλιαζε κατακόκκινος.”Μα πατέρα δουλεύω γι’αυτά τα λεφτά, νομίζω έχω το δικαίωμα…”. Πριν προλάβει να τελειώσει την κουβέντα του, ο πατέρας του είχε βουτήξει με μίσος τη γραφομηχανή και την είχε πετάξει με δύναμη στο πάτωμα. Τα πλήκτρα της σκορπίστηκαν μέσα στο δωμάτιο, παντού πεταμένα χαρτιά και εξαρτήματα.”Για να δούμε τώρα ρε χαραμοφάη πως θα γράφεις τα παραμυθάκια σου” είπε στον Ανδρέα χαιρέκακα. “Ή νομίζεις ότι θα έβγαζες ποτέ λεφτά από τις παλιοιστορίες σου; Ονειροπαρμένε!” είπε και έφυγε από το δωμάτιο. Ο Ανδρέας πνιγμένος από τους λυγμούς του έκατσε στο πάτωμα και αγκάλιαζε μια τα χαρτιά και μια τα εξαρτήματα. “Ήθελα μόνο να γράφω”, ψιθύρισε και δύο χοντρές, αλμυρές στάλες έπεσαν πάνω στην παράγραφο που κατοικούσε η νεράιδα. Λυπημένη και αυτή τώρα τον αγκάλιασε και εκείνος έκλαψε, έκλαψε πολύ.

“Ανδρέα, βάλε μου σε παρακαλώ ένα κιλό ντομάτες” είπε η κυρά – Μαρία. “Αμέσως” απάντησε ο Ανδρέας αφηρημένος και άφησε κάτω το παλιό μολύβι και το – πρόχειρα – κομμένο χαρτί από το τεφτέρι του πατέρα του.

https://youtu.be/1WQG2A8cw6s

Εύα Κοτσίκου

Post Views: 4

About Εύα Κοτσίκου

Είμαι η Εύα και ζω στον δικό μου ονειρόκοσμο ο οποίος αποτελείται από χαρτιά, μολύβια και λέξεις. Μεγαλωμένη στην πιο μποέμ συνοικία της Αθήνας, τα Πετράλωνα, δεν θα μπορούσα παρά να είμαι λάτρης του Κέντρου. Αγαπώ να βολτάρω στα Αθηναϊκά στενά, τους καλλιτέχνες και την ποίηση του δρόμου, την ποίηση γενικότερα, τη σοκολάτα και τα χαμόγελα στα χείλη των ανθρώπων.
Δηλώνω αιώνιο παιδί και πιστεύω ότι η ευγένεια, η θετικότητα και η καλοσύνη μπορούν να μαλακώσουν και την πιο σκληρή καρδιά. Γελάω δυνατά και συγκινούμαι εύκολα. Γράφω παντού, όπου βρω, ακόμα και σε χαρτάκια για τσιγάρα και ας μην καπνίζω. Μπορώ να εμπνευστώ ακόμα και από έναν κόκκο άμμου. Λατρεύω τα τραγούδια και τα ταξίδια, ειδικά αυτά που κάνω πάνω σε χάρτινα καράβια... Είμαι η Εύα και στόχος μου είναι να σας πάρω μαζί μου στα ταξίδια αυτά...

Μπορεί επίσης να σας αρέσει