Το βλέμμα σου κόντρα στον ήλιο να μην το γυρνάς, μια ζωή στο σκοτάδι να μην τη χαρίσεις

“Μην περιμένεις να γεράσεις για να καταλάβεις”.

Αλήθεια, δε σε ταρακουνάει ετούτη η σκέψη; Δε φοβάσαι πως θα έρθει εκείνη η στιγμή που ναι μεν θα έχεις συνειδητοποιήσει πια, σε τι υπέβαλλες τον εαυτό σου όλα αυτά τα χρόνια μα θα είναι πλέον αργά για να αλλάξεις και κάτι; 
 
Γιατί λοιπόν επιμένεις να αφήνεσαι; 
Γιατί επιμένεις κάθε σου μέρα να εστιάζει στα σκοτάδια που πέρασες, τη στιγμή που σου δίνονται τόσες πολλές αφορμές ν’ αντικρίσεις ξανά το φως κατάματα; 
 
Τι είναι αυτό που σε φοβίζει; 
Ποια δύναμη είναι αυτή που έχει καταφέρει να εισβάλλει τόσο πολύ μέσα σου και να τσακίζει τη θέλησή σου για ζωή και μάλιστα με τέτοια άνεση; Ποιο σκοτάδι είναι ικανό να καλύψει το δικό σου το φως και τα χρώματα που έθαψες στην ψυχή σου για χάρη του; 
 
Δεν ήσουν έτσι εσύ και τώρα το ξέρεις, ίσως και περισσότερο από ποτέ, πως όσο επιμένεις να γυρίζεις το βλέμμα σου κόντρα στον ήλιο, τόσο θα σε τραβά το σκοτάδι τυφλά στον δρόμο τον δικό του, έχοντας γίνει ένα ακόμα έρμαιό του. Αυτό θες στ’ αληθεια; Μια ζωή στο σκοτάδι; Πού πήγε όλη εκείνη η λάμψη στα μάτια σου; Πού χάθηκαν ο ενθουσιασμός σου, το χαμόγελό και τα όνειρα που έκανες; 
 
Άνοιξε σε παρακαλώ τα παράθυρα της ψυχής σου κι άφησε να εισβάλλει μέσα της ξανά, όλο εκείνο το φως που ξέχασες πώς είναι να το αντικρίζεις, γεμίζοντάς την με τις σκοτεινές κι ασπρόμαυρες σκηνές από το παρελθόν. 
Σήκωσε το πρόσωπό σου και κοίτα τον ήλιο κατάματα. Απόλαυσε τη λάμψη του, τη ζεστασιά του και τα χρώματα που διαχέονται παντού. Κι εκείνα τα χρώματα της δύσης του, που μόνο να γαληνεύουν την ψυχή μπορούν. Χρώματα ζεστά, σαν εκείνη την αγάπη που γύρευες πάντα να γεμίσει τη ζωή σου.
 
Και την ώρα που θα βασιλεύει, να μην φοβηθείς ξανά. Κλείσε μόνο τα μάτια κι ονειρέψου. Το σκοτάδι δεν κρατά για πάντα άλλωστε, το φως και τα χρώματα της μέρας επιστρέφουν το ξημέρωμα για όλους. Μέσα μας βρίσκονται, κατοικούν στην καρδιά μας, είναι οι άνθρωποι οι πολύ δικοί μας, τα όνειρα και οι επιθυμίες μας. 
 
Κι αν μάταια ζητούσες να θυμηθούν εκείνο το φως και σου τ’ αρνήθηκαν και πάλι, επιλέγοντας το γνώριμο σκοτάδι τους κι αν τα χρώματα του ήλιου δεν τους ήταν αρκετά, μη βυθίζεσαι μαζί τους, γιατί η ζωή βιαστικά περνά και μην αφήσεις να περάσουν και τα δικά σου τα χρόνια εκεί.
 
“Κοίτα τον ήλιο γεννιέται, λάμπει, σβήνει κι αυτός όπως κι εσύ μοναχός…”
 
Ζήσε λοιπόν, να γεννιέσαι κάθε αυγή ξανά, να φτιάχνεις την δική σου παλέτα με τα χρώματα της ψυχής σου κι όταν θα απλώνεται η νύχτα, να μπορείς να  κλείνεις τα μάτια σου με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου, μέχρι να ξημερώσει ξανά. 
 
Μαρία Μαραγκού

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *