Που σε είχα κρύψει τόσα χρόνια εαυτέ μου;
Που σε είχα κρύψει τόσα χρόνια εαυτέ μου; Τίποτα πια δεν κατάλαβα και απλά προχωρούσα χωρίς να κοιτάξω ποτέ πίσω μου. Μου έδινες και εγώ τι έκανα; Μόνο έπαιρνα κλείνοντας τα μάτια.
Που να πάω τώρα με δύο βαλίτσες στο χέρι που χωρούν όλα τα υπάρχοντα μου και με τόσα χρόνια στην πλάτη μου που με δυσκολεύουν να περπατήσω; Αψηφούσα όλα τα σημάδια που μου έδειχνες και συνέχιζα τον δρόμο μου νομίζοντας ότι τα νιάτα θα ρίζωναν στο κορμί μου. Ότι η φθορά δεν είχε δικαίωμα να αγγίξει εμένα.
Πακτωλό συμβόλαιο απαιτούσα από τον χρόνο και έβαζα το σώμα μου μπροστά όσο άντεχε να κλείσω την πόρτα στις δεκαετίες που ρυτίδωσαν κάθε ζωντανό μου κύτταρο. Το κουφάρι που θυμίζει αμυδρά εμένα. Ζω ακόμη, άλλα κανείς δεν με αναγνωρίζει.
Έκοψα κάθε γέφυρα με τους ανθρώπους γιατί έτσι, επαναστάτης γεννήθηκα. Τα μέτρα με ξενέρωναν και σταθμούς έχουν μόνο τα τρένα, σαν κι αυτά που ψάχνω να πάρω τώρα. Το “Εγώ” μου θεριεύει ακόμη μέσα μου κι ας γνωρίζω πλέον πως είμαι μόνος μου.
Πάντα έτσι ήμουν, απλά τώρα μόνο το κατάλαβα. Τους ανθρώπους τους έβλεπα σαν εχθρούς που ήθελαν πάντα κάτι να πάρουνε από εμένα. Από την ώρα που η ζωή μου προχωράει προς την Δύση της έκανα μια αναδρομή σε αυτά που έζησα.
Κατάλαβα μόνο ότι απλά προχωρούσα. Χωρίς προορισμό, χωρίς όνειρα, χωρίς αύριο… Αυτό το αύριο με πειράζει μόνο. Που δεν κατάφερα να το δω.
Που δεν το έζησα…
Ιωάννα Δαμηλάτη