Η τελευταία προσευχή
Αύγουστος μήνας, ο μήνας της Παναγιάς. Η αύρα της θάλασσας τύλιγε τα πάντα γύρω του. Οι φωνές των παιδιών στην παραλία, η πανσέληνος πιο όμορφη από κάθε άλλο μήνα, το γλυκό αεράκι τα βράδια όταν διάβαζε το βιβλίο του και μπλεκόταν ανάμεσα στα γένια του, όλα μαρτυρούσαν ότι -επιτέλους- θα ερχόταν! Είχε βάλει τα λευκά τραπεζομάντηλα -πάντα θυμόταν ότι εκείνη λάτρευε τα λευκά, για την ακρίβεια θυμόταν οτιδήποτε λάτρευε εκείνη, όχι ψέματα, πάντα λάτρευε οτιδήποτε λάτρευε εκείνη. Προσευχόταν μέσα από τα δόντια του σε ανύποπτες στιγμές, είχε κρεμάσει κοχύλια στα παράθυρα και είχε μαζέψει τις πιο όμορφες πέτρες από την παραλία μα… Εκείνη δεν φάνηκε ακόμα.
Η θάλασσα είχε αγριέψει για τα καλά. Η ψύχρα αισθητή. Τα πρωτοβρόχια είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Έβγαλε από την ντουλάπα μια τριανταφυλλί ζακέτα που της είχε αγοράσει μην τυχόν έρθει και κρυώνει και την άπλωσε στο ντιβάνι του σαλονιού. Έφτιαξε μηλόπιτα -αυτόν τον καιρό τα μήλα ήταν νοστιμότατα- έβαλε έναν δίσκο στο πικ απ και ψιθύρισε κρυφά μια προσευχή. Ήταν σίγουρος ότι μία από αυτές τις μέρες θα ερχόταν μα… Εκείνη δεν φάνηκε ακόμα.
Τα πάντα γύρω του χαμογελαστά. Τα πρόσωπα των ανθρώπων, οι βιτρίνες των μαγαζιών με τα στολισμένα καράβια -τ’ Άη Νικόλα είχε φτάσει-ακόμα και μια γατούλα που τριγυρνούσε στην αυλή του, φαινόταν χαμογελαστή. Όλοι ετοιμάζονταν για τη γέννηση Του Θεανθρώπου. Όμως εκείνος… Εκείνος δεν μπορούσε να χαρεί. Τα βράδια μόνο ανάμεσα στους λυγμούς του προσευχόταν και τις μέρες κουκουλωνόταν μέσα στο χοντρό του κασκόλ και αναστέναζε βαριά. Όμως αν ερχόταν; Δε μπορούσε να αφήσει έτσι άχαρο το σπίτι! Εκείνη λάτρευε τα Χριστούγεννα, έπρεπε να στολίσει! Έφτιαξε το πιο όμορφο καράβι. Το στόλισε με δεκάδες πολύχρωμα φωτάκια, έφτιαξε ζέστη σοκολάτα μήπως, μήπως απόψε εμφανιζόταν μα… Εκείνη δεν φάνηκε ακόμα.
Χαρά Θεού έξω! Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του να βγει, να μαζέψει λίγα λουλούδια, να μοσχομυρίσει το σπίτι, να γιομίσει χρώματα και μυρωδιές σε περίπτωση που έρθει μα είχε χάσει κάθε ελπίδα. Μόνο μέσα στην βραδινή του προσευχή, ξεπηδούσε κάποιες φορές δειλά η πίστη για μιαν επιστροφή… Αν όμως, αυτή τη φορά ερχόταν; Έτρεξε και της μάζεψε τα πιο όμορφα λουλούδια! Τριαντάφυλλα πολύχρωμα, βασιλικό και δυόσμο και γαρδένιες που της άρεσαν! Έφτιαξε ποτό βύσσινο και αγόρασε λουκούμια με γεύση βανίλια. Ασβέστωσε όλη την αυλή, έδωσε εντολή στα χελιδόνια να χτίσουν τις φωλίτσες τους στον τοίχο που βλέπει το παράθυρο της κάμαράς τους αν, αν τύχει και έρθει, όταν ξυπνάει το πρωί να τα ακούει μα… Εκείνη δεν φάνηκε ακόμα.
Αύγουστος μήνας. Ο μήνας της Παναγιάς. Όλη η πλάση γευόταν νωχελικά τους χυμούς των καλοκαιρινών φρούτων. Ο ήλιος καυτός κάτω από τα φρεσκοασβεστωμένα σπίτια και η καμπάνα της εκκλησιάς χτυπούσε, έκλαιγε, σχεδόν μοιρολογούσε. Εκείνη στεκόταν σε μιαν άκρη. Μια λεπτή φιγούρα, ένα φτερό με σχήμα ανθρώπινο.
Όταν πια τελείωσε η τελετή πέρασε από το σπίτι τους. Είδε την τριανταφυλλί ζακέτα απλωμένη στο κρεβάτι, τα λευκά τραπεζομάντηλα στα τραπέζια, σε έναν δίσκο λουκούμια – βανίλια και ποτό βύσσινο και ένα σημείωμα γραμμένο σαν προσευχή.
“Θεέ μου ας έρθει, ας έρθει και ας πεθάνω”.
Εύα Κοτσίκου