Γύρνα σε αγαπώ
Τον καταλαβαίνεις τον άντρα που πληγώθηκε πολύ. Έχει βλέμμα υγρό και καρφωμένο στο κενό.
Η φλέβα στο μέτωπο προδίδει τις φορές που μετέτρεψε το δάκρυ σε χαμόγελο, γιατί δεν ήθελε να τον λυπούνται. Είναι άντρας βλέπεις. Και τα αρσενικά δεν κλαίνε. Μόνο πληγώνουν.
Έτσι πάει, τον δασκάλεψαν από μικρό. Έτσι και εκείνος. Έπνιγε τις κραυγές του. Μα το βράδυ γίνονταν λυγμοί, που τον έπνιγαν σαν έγερνε αποκαμωμένος ζητώντας παρηγοριά στην αγκαλιά του Μορφέα.
Μα τον πρόδωσε κι αυτός και έτσι έμενε ξάγρυπνος περιμένοντας να ξημερώσει.
Ήθελε τόσο να μιλήσει και να πει πόσο πονάει. Μα φοβάται. Πολλές οι φορές που νόμιζε πώς είχε φίλους, μα αποδείχτηκαν απλοί ακροατές που χειροκρότησαν στο τέλος λες και παρακολούθησαν ένα έργο. Ένα έργο που τους το αφηγούταν. Προσπαθούσε να τους πείσει πως δεν ήταν η καθημερινότητα του αυτή. Τον ενοχλούσε πολύ το φως της μέρας.
Βλέπεις, διακρίνει πιο εύκολα τη μάσκα της υποκρισίας και τον τρομάζει η κακομουτσουνιά. Κάπου εκεί, στο σούρουπο, είναι η ώρα η δική του. Όταν ο ουρανός παίρνει τα χρώματα του δειλινού σιγά- σιγά. Το χρώμα των ματιών της.
Κάθεται στο παγκάκι. Εκεί που την πρωτοείδε και της μιλά. Της λέει πόσο άχαρη είναι η ζωή του πια. Πως όλα γύρω του κυλάνε μηχανικά και πως έχει πεθυμήσει την άνοιξη. Την άνοιξη του κορμιού της. Που την θέση της πήρε ο χειμώνας και η καταχνιά. Στη συνέχεια της ρωτάει το γιατί. Γιατί τον άφησε να παλεύει μόνο. Την κοίταξε στα μάτια. “Δεν θα πάω πουθενά”, σκέφτηκε. Δεν έχει παρακάτω.
“Μείνε σε αγαπώ”, συνέχισε λέγοντάς της. Κι εκείνη γέλασε. “Όλοι ίδιοι είστε” του είπε.
Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Κι εκείνος έμεινε με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Η φλέβα στο μέτωπο αρχίζει πάλι να αχνοφαίνεται.
Πάνε πια δύο χρόνια από τότε. Και κάθε μέρα και μια επανάληψη άχαρη, άχρωμη και κενή. “Δεν έχει παρακάτω” ψιθύρισε. “Φοβάμαι χωρίς εσένα, γύρνα, σε αγαπώ”.
Ιωάννα Νικολαντώνακη