Κάποιες φορές η σιωπή ισούται με συνενοχή
Δεν θυμάμαι πώς τη λέγανε, θυμάμαι ότι δεν την έπαιζε κανένας. Ήταν ένα μαυροτσούκαλο κορίτσι, πολύ ανεπτυγμένο και κακοκουρεμένο. Είχε μια ξαδέρφη – δε θυμάμαι πως τη λέγανε, μόνο ότι ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι με κόκκινα, μακριά μαλλιά και πολύ δημοφιλές στη γειτονιά. Θυμάμαι ότι όσο όμορφη ήταν, τόσο ασχήμαινε το πρόσωπό της κάθε φορά που αντίκριζε την ξαδέρφη της που δεν έχανε ευκαιρία να τη μειώνει και να την προσβάλλει. Εγώ μια εφτάχρονη απλή παρατηρήτρια.
Στη γειτονιά υπήρχε ένα εργοστάσιο δερμάτινων ειδών οπότε εκείνο το απόγευμα, δίπλα από τον κάδο σκουπιδιών δέσποζαν μερικοί λόφοι από ζώνες. Το κοκκινομάλλικο κορίτσι ενώ έσταζε χολή μας διέταξε να πάρουμε από μία και να χτυπήσουμε την ξαδέρφη της. Τα παιδιά σχηματίζοντας μια ουρά ένα – ένα, περίμεναν να πάρουν στα χέρια τους το εργαλείο του βασανιστηρίου. Στα παιδικά μου μάτια εξελισσόταν μια σκηνή τρόμου προσεχώς.
Άρχισαν να χτυπούν το κορίτσι. Για λίγα λεπτά στεκόμουν με το στόμα ανοιχτό, ανίκανη να αντιδράσω.
Με πλησίασε η μικρή, όμορφη κοκκινομάλλα. “Εσύ γιατί δεν την χτυπάς;” με ρώτησε σε σμιγμένα χείλη και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της σαν ψυχρός εκτελεστής. Πως γίνεται, που να με πάρει, ένας άγγελος στην όψη να μοιάζει με μικροσκοπικό δαίμονα, ακόμα αναρωτιέμαι. “Δεν θα το κάνω”. Της απάντησα κοιτώντας αυτόν τον μικρό βασανιστή ευθεία στα μάτια. “Τι; Γιατί;” με ρώτησε με ύφος χιλίων καρδιναλίων. “Γιατί δεν μου έκανε τίποτα! Και σταματήστε να τη χτυπάτε αλλιώς θα αρχίσω να φωνάζω βοήθεια” της αντιγύρισα.
Μου γύρισε την πλάτη απαξιώνοντας. Τα υπόλοιπα παιδιά πέταξαν τις ζώνες και τα κλάματα του κοριτσιού όλο και λιγόστευαν.
Θα νιώθω πάντα περήφανη γι’ αυτή μου τη μικρή εξέγερση. Θα νιώθω πάντα ντροπή για τα λίγα λεπτά που είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, ανίκανη να αντιδράσω.
Από τότε δεν ξανάμεινα ποτέ σιωπηλή ούτε δευτερόλεπτο όταν μπροστά στα μάτια μου εξελισσόταν κάποια αδικία. Και δεν έχω σκοπό. Ούτε για ένα δευτερόλεπτο.
Εύα Κοτσίκου