Το βόλεμα
Βολεύομαι: Ρήμα, η μέση διάθεση του ρήματος βολεύω.
= Φροντίζω να έχω τα απαραίτητα ή την άνεσή μου, σωματικά ή ψυχικά ή οικονομικά, τακτοποιούμαι, εξασφαλίζομαι, δεν ανησυχώ, κατασταλάζω, ηρεμώ.
Παραδείγματα:
-
«Κάνε λίγο πιο πέρα να στριμωχτούμε να βολευτώ κι εγώ» .
-
«Κοίτα τώρα που βγήκε άλλη κυβέρνηση να βολευτεί πουθενά το παιδί να είναι αραχτό».
-
«Παντρεύτηκε μια ήσυχη γυναίκα και βολεύτηκε» .
Βόλεμα: η ενέργεια του να βολεύεται κανείς.
Βολή= η κατάσταση.
Το βόλεμα, στόχος ζωής.
Σε μια βολή κόντυναν τα όνειρα μας.
Θωρούσαμε το φεγγάρι που δεν μπορούσαμε να φτάσουμε, το κατεβάσαμε και το κόψαμε στα μέτρα μας.
Βαφτίσαμε τη σύμβαση ευτυχία και τη βολή ιδανικό.
Η καθημερινότητα μας θέατρο σκιών και τα καραγκιοζάκια παίζουν καλά το ρόλο που φόρεσαν.
Τακτοποιημένες μετριότητες, ανάλατες επαφές, προγραμματισμένη πρόοδος, εγγυημένη απόδοση.
Κι η αγάπη; Πού βολεύτηκε κι αυτή;
Το μπασταρδέψαμε τον έρωτα, σε επιδερμικούς στιγμιαίους ενθουσιασμούς τον συρρικνώσαμε.
Θέλει βλέπεις κόπο κι υπομονή και αυταπάρνηση και μηδενισμό του «εγώ» και ταπείνωση η αληθινή αγάπη.
Θέλει αγώνα ο έρωτας ο ανόθευτος, ο απροϋπόθετος.
Κι εμείς δεν είμαστε για δύσκολα.
Τίποτα δεν πρέπει να μας χαλάσει τη βολή μας, την ευκολία μας.
Πού να παλεύεις τώρα για το ιδανικό, πού να τρέχεις για το δίκαιο, πού να υπηρετείς την ελευθερία;
Βολέψου με ό,τι έχεις χειροπιαστό, άραξε εκεί που τρύπωσες, δεν έχει σημασία πως- άλλωστε ο σκοπός αγιάζει τα μέσα-, και όμηρος μείνε ες αεί στης βολής σου τα αόρατα δεσμά.
Μετά μην παραπονεθείς όμως, κεφάλι μη σηκώσεις, γλώσσα μη βγάλεις ν’ αρθρώσεις τα «αχ» και «βαχ» της απωθημένης σου ευτυχίας.
Μόνος σου διάλεξες τη βολή.
Μόνος σου βγήκες εκτός στίβου.
Μόνος σου θα’ σαι και μια ζωή, γιατί το μέσα σου άλλα θα διψάει.
«Αλλά ζητά η ψυχή σου γι’ άλλα κλαίει.»
Μα σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Τα ‘λεγε προ πολλού ο Αλεξανδρινός.
Σ’ αυτόν δικαιωματικά η κατακλείδα του παρόντος.
«Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις, η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις…»
Ανθή Γεώργα