Ο γαμπρός το έσκασε!

«Περάστε μέσα κύριε Σωτηρίου. Σας περιμένουν στο σαλόνι».
Από το άγχος μου, κόντεψε να μου πέσει η ανθοδέσμη από τα χέρια. Πήρα μια ανάσα και προχώρησα προς τα μέσα. 
 
Σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκα μπροστά του. Το ανάστημα του ήταν μικροκαμωμένο και ένα σουβλερό μουστάκι πετούσε δεξιά και αριστερά από τα χείλη του. Μέσα ο χώρος μύριζε γαρδένια. Απίστευτη μυρωδιά που ζάλισε όλες μου τις αισθήσεις. Έψαξα με τα μάτια μου να τη δω, όσο έδινα χειραψία στον πατέρα της. Μα εκείνη ήταν άφαντη. Η αγωνία μου μεγάλωνε. Ήρθε και η κυρία του σπιτιού να με καλωσορίσει με γλυκό του κουταλιού. Το δέχτηκα χωρίς να της πω πως σιχαίνομαι τα γλυκά. Δεν ήθελα να σχηματίσουν λάθος γνώμη για μένα. Αφού καθίσαμε ρώτησα που είναι η κόρη τους. Ακόμη δεν είχε φανεί. Και ήμουν  σίγουρος ότι εκείνη θα με υποδέχονταν  στην είσοδο. 
 
«Αύριο το βραδάκι θα έρθω να ζητήσω το χέρι σου», της είχα πει.
«Μα φοβάμαι τον πατέρα μου», μου απάντησε. 
«Εσύ δε θα ανακατευτείς, θα στείλω τη γειτόνισσα την κυρά Μαρίκα και θα τα κανονίσει», της απάντησα. 
Χαμήλωσε το όμορφο πρόσωπο της από ντροπή και ψιθύρισε, «θα σου ανοίξω την πόρτα». 
 
Ξανά στο παρόν, κουνώντας το πόδι μου νευρικά, τους ρώτησα.
«Η Ελένη που είναι;» 
«Ποια Ελένη; Τι σχέση έχει η Ελένη με το λογοδόσιμο;»
«Μα για την Ελένη ήρθα».
«Ούτε να το σκέφτεσαι»,  μου απάντησε αυταρχικά ο πατέρας της. «Πρώτα έχω να παντρέψω τη μεγάλη θυγατέρα. Και γι’ αυτή θα μιλήσουμε. Κικίτσα!», φώναξε. «Έλα εδώ κόρη να γνωρίσεις τον κύριο  Σωτηρίου».
Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας. Η κυρά Μαρίκα δίπλα μου, μου έκανε νόημα  με τα μάτια της να σωπάσω. Και μπαίνει η Κικίτσα μέσα και τι να δω. Φωτοαντίγραφο του πατέρα της. Ακόμη και στο μουστάκι. «Θα τρελαθώ», σκέφτηκα.  
 
«Έγινε κάποια  παρεξήγηση» του είπα, « για την Ελένη ήρθα. Καμιά άλλη δε θα πάρω. Μπορώ να περιμένω μέχρι να αποκαταστήσετε τη μεγάλη σας κόρη. Μα εγώ θα παντρευτώ την Ελένη. Και τώρα με συγχωρείτε πρέπει να φύγω». 
 
«Είναι ασέβεια αυτό που κάνεις νεαρέ», μου φώναξε. «Την Κικίτσα θα πάρεις». 
«Δεν τη θέλω».
«Θα την πάρεις».
«Σας είπα όχι». 
«Τι όχι;»
«Όχι». 
«Σαν του Μεταξά;»
«Ναι, έτσι ακριβώς. Όχι όχι όχι.
Ήρθα μόνο για την Ελένη. Κυρά Μαρίκα πάμε;» 
 
Και εκεί που κάνουμε να φύγουμε, ακούω να τη φωνάζει με το όνομα της και να εμφανίζεται στο σαλόνι. Αμέσως έλαμψε όλος ο χώρος. Πόσο πανέμορφη είναι. Πόσο ευγενικό και χαρισματικό πλάσμα είναι. Η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει. 
 
«Δε μου αφήσατε άλλη επιλογή.  Απ’ το να έχω δύο γεροντοκόρες, άντε, σας δίνω την ευχή μου», είπε με χαμηλή φωνή ο μελλοντικός μου πεθερός.
Και εκεί ένιωσα ότι έφυγε ένα βάρος από μέσα μου. 
«Αχ! Αυτό το χαμόγελο της», όταν με κοιτάει. 
Και πριν προλάβω να το καταλάβω, ήδη αποφασίστηκε την Κυριακή του Θωμά να’ χουμε στέφανα. «Καλύτερα», σκέφτηκα. « Όσο πιο σύντομα, τόσο καλύτερα». 
 
Η ημέρα του γάμου έφθασε. Εγώ καμαρωτός  μέσα στο μαύρο μου κουστούμι περίμενα την Ελένη μου. Φθάνουν επιτέλους. Φιλώ το χέρι του πεθερού και ξεκινάμε προς το ιερό. Μα κάτι δε μου αρέσει. Μάζεψε η Ελενίτσα μου; Μέχρι χθες έφτανε ως τους ώμους μου. Σήμερα είναι πιο κάτω από το στήθος  μου. Κοιτώ και ξανακοιτώ, «μα και αυτή τι πέπλο έβαλε!» Δεν μπορώ να τη δω.
Κοιτάζω τον πατέρα της, είχε ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του. Κοιτάω και την Ελένη, μα αντιλαμβάνομαι ότι έχει το ίδιο ύψος με τον πατέρα της. Και εκεί επάνω με μια κίνηση σηκώνω το πέπλο και τι να δω! Η Κικίτσα! Ο παπάς με ήρεμη φωνή συνεχίζει το μυστήριο. Η Μαρίκα από την άλλη κατακοκκίνισε. Η Ελένη μου πουθενά πάλι. «Και τώρα τι κάνουμε», σκέφτηκα. Όχι, ξέρω, είναι ασέβεια αυτό που θα κάνω αλλά ως εδώ. Σύζυγος της Κικίτσας δε θα γίνω.
 
«Πάτερ μου», φωνάζω, «σταματήστε το γάμο. Εγώ για άλλη γυναίκα ήρθα και άλλη μου φέρανε».  
«Λογικέψου τέκνο μου», απάντησε ο παπάς. 
«Όχι!» είπα. 
Έκανα μεταβολή και το έσκασα απ’ όλους. Πίσω μου άκουγα φωνές και κλάματα. Μα δεν έχασα χρόνο. Μάλλον δεν είχα χρόνο. Πήγα κατευθείαν στο σπίτι της. Την είδα να κάθεται λυπημένη στο παραθύρι της.
«Ελένη!», της φώναξα.
Με κοίταξε μέσα  στα μάτια. 
«Τώρα, κατέβα να φύγουμε. Λόγο σου έδωσα και δεν τον παίρνω πίσω».
Έτρεξε η ψυχή μου με δάκρυα στα μάτια.
«Σώπα, γαρδένια μου», της λέω.
«Φεύγουμε και ξεκινάμε μια νέα αρχή. Έχω στην Αθήνα μια θεία. Θα πάμε από κει για λίγο διάστημα και μετά βλέπουμε. Αρκεί να μου πεις πως μ’ αγαπάς και με θες για σύζυγο σου». 
«Ναι Κωστή μου», είπε. «Σ’ αγαπώ. Πάμε πριν έρθουν». Και τα χέρια μας ενώθηκαν και φύγαμε κυνηγημένοι αλλά  πολύ ερωτευμένοι. 
 
The end!
Εύη Π. Γουργιώτη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *