Η πλατεία Βάθης και τα περιστέρια πάνω στον σταυρό
Χαίρετε. Μια από τις αγαπημένες μου συνήθειες είναι το περπάτημα στους δρόμους της Αθήνας. Αφενός γεμίζω παραστάσεις και αφετέρου ξεσκουριάζω λιγάκι. Όταν ο καιρός μου το επιτρέπει περπατάω από τη δουλειά που είναι κοντά στον σταθμό του Αγίου Νικολάου ως τον σταθμό στο Μοναστηράκι.. Πάντα θα περάσω από την όμορφη και δεντροφυτεμένη Μιχαήλ Βόδα, θα πιάσω για λιγάκι τη Λιοσίων, θα μπω στην πλατεία Βάθης, μετά Ομόνοια και μέσω Αθηνάς θα φτάσω Μοναστηράκι.
Τα ηλεκτροφόρα γυμνά σύρματα σχηματίζουν σταυρούς σε ορισμένα σημεία. Δυο τέτοιοι σταυροί είναι ακριβώς στην πλατεία Βάθης και στο επόμενο τετράγωνο που διασταυρώνονται η οδός Χαλκοκονδύλη με την οδό Καματερού. Τις καλές μέρες θα δεις τα περιστέρια να στέκονται σε αυτούς τους σταυρούς. Για τους περισσότερους είναι αχώνευτα πουλιά. Δεν κελαηδάνε, δεν τρώγονται, μόνο κουτσουλάνε. Πόσες φορές δεν έχουμε πει ή δεν έχουμε ακούσει τη φράση «βρωμοπερίστερα». Τα μόνα πλάσματα που τα συμπαθούν είναι τα παιδάκια που τα ταΐζουν στο Σύνταγμα.
Η Αθήνα έχει το δικό της τρίγωνο των Βερμούδων. Σχηματίζεται από τις πλατείες της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου και της Βάθης. Άνθρωποι, περιουσίες, εισέρχονται σε αυτό το τρίγωνο και χάνονται. Τοξικοεξαρτημένοι, ιερόδουλες, διάφοροι προστάτες αντιμετωπίζονται από τους υπόλοιπους όπως τα «βρωμοπερίστερα». Δε θέλουμε να ξέρουμε ότι υπάρχουν και θέλουμε να είναι μακριά από μας. Μας «βρωμίζουν». Βλέπετε οι περιοχές αυτές είναι γεμάτες αίμα, σπέρμα και ούρα και μας θυμίζουν τη θνητή, όχι τόσο εξευγενισμένη φύση μας.
Είμαι Λαμιώτης. Όμως γεννήθηκα στην οδό Μάγερ, ένα στενάκι ανάμεσα στη Βάθης και στο Μεταξουργείο. Τα πρώτα μου στραβά βηματάκια τα έκανα στο Αρχαιολογικό Μουσείο και στα στενά της Ομόνοιας, της Βάθης και του Μεταξουργείου. Θα μου πείτε σιγά ρε μεγάλε, κάθισες δυο χρόνια και σε καθόρισε αυτή η διαμονή. Θα απαντήσω ευθέως, πως όχι. Όμως κάθε φορά που περνάω από αυτά τα μέρη τα νιώθω οικεία. Νιώθω σπίτι μου. Πάντα έβρισκα ενδιαφέρον στα σπασμένα αγάλματα, τους σπασμένους δρόμους και τις φθαρμένες ψυχές. Επιπροσθέτως, σπουδές, δουλειές, στέκια τα έφερε η τύχη και οι επιλογές μου να είναι εκεί τριγύρω. Σα να μην κόπηκε ποτέ ο ομφάλιος λώρος.
Τα κοντά είκοσι χρόνια που έζησα στο κέντρο με έχουν σημαδέψει. Γνώρισα το μέγεθος της ανθρωπιάς και της παλιανθρωπιάς. Τον καιρό που ήμουν Σταθμάρχης στην Ομόνοια, είχαμε μόνιμους θαμώνες, τους τοξικοεξαρτημένους που πουλούσαν πλαστά εισιτήρια και ζητιάνευαν για να βγάλουν τη δόση. Το παιχνίδι ήταν σεβαστό και από τις δυο πλευρές. Λίγο κυνηγητό, λίγη φωνή, λίγη πλάκα και ένα τσιγάρο να μοιραστούμε.
Καθόμασταν στα σκαλάκια του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας να μοιραστούμε τσιγάρο. Για την ακρίβεια να μου κάνουν τράκα. Ένας κοστουμάτος και δυο-τρεις ρακένδυτοι, πληγιασμένοι φτωχοδιάβολοι έπιαναν συζήτηση. Σε αυτές τις κουβέντες έμαθα μια βασική αλήθεια. Κάθε φορά που προσπαθούσα να τους πείσω να το κόψουν, μου έδειχναν τη χιλιοτρυπημένη φλέβα τους. «Τη βλέπεις αυτή τη φλέβα φίλε; είναι το σύνορο που μας χωρίζει. Εσύ από εδώ και εμείς από εκεί». Τους απαντούσα και εγώ. «Τα βλέπετε τα σκαλάκια της Εθνικής; Είναι το φυλάκιο. Θα μοιραζόμαστε τσιγάρο και πάλι πίσω στις δουλειές μας».
Επτά λεπτά. Για επτά λεπτά μοιραζόμασταν ιστορίες για παρέες, γυναίκες, φυλακή, τον δρόμο. Να μου λένε τη ζωή τους και εγώ τη δική μου. Να μαζεύουμε βλέμματα αποστροφής και απορίας και εμείς απλά να γελάμε. Δεν ήταν άγιοι. Μπορούσαν να κάνουν τα πάντα για την έρμη τη δόση. Να γελάμε τη μια ώρα και να βγαίνουν βελόνες και μαχαίρια την επόμενη, την ώρα της μεγάλης στέρησης. Όμως τα «βρωμοπερίστερα» της «πρέζας» με λίγη καλοσύνη, ευγένεια ξαναγίνονταν χαμογελαστά νέα παιδιά, για επτά ρημαδιακά λεπτά. Δεν ήταν δίκαιη μοιρασιά, το ομολογώ. Αυτοί με έκαναν σοφότερο για μια ζωή, εγώ τους έκανα να χαμογελούν για μερικά λεπτά. Οι δρόμοι μας χώρισαν. Εγώ άλλαξα δουλειά, η Εθνική έγινε μαγαζί και όλοι της παρέας εκείνης μέσα σε δυο χρόνια πέθαναν.
Για μια περίοδο τα στενά είχαν γεμίσει ιερόδουλες. Την ιστορία την ξέρετε. Ορισμένες εξ αυτών ήταν οροθετικές, διαπομπεύτηκαν δημόσια και η υποκριτική ελληνική κοινωνία που τις έδειχνε με το δάχτυλο, κατάπιε το γεγονός ότι χιλιάδες σύζυγοι, πατεράδες, αδέλφια, παππούδες έτρεχαν στα νοσοκομεία για εξετάσεις. Δεκάδες νεαρές έγχρωμες, θύματα trafficking, κάθε πρωί περνούσαν τσακισμένα αερικά μπροστά από το Σταθμαρχείο. Δεν ήταν άγιες. Πάμπολλες φορές ασκούσαν βία η μια στην άλλη για έναν πελάτη ή μια μοιρασιά στα πόστα. Αρκούσε όμως «ένα καλή ξεκούραση κυρίες μου» για να χαμογελάσει το βλέμμα και να σου χαρίσουν ένα χαμόγελο όλο παιδική γλύκα. Ήταν παιδιά που απλά ήθελαν μια καλή κουβέντα. Τα «βρωμοπερίστερα» του πεζοδρομίου για επτά δευτερόλεπτα ξαναγίνονταν χαμογελαστά παιδιά. Με το πέρασμα του καιρού, τις κατάπιε το σκοτάδι.
Χιλιάδες ιστορίες έχω να αφηγηθώ. Δε θα σας κουράσω όμως. Το τρίγωνο Ομόνοια-Βάθη-Μεταξουργείο με δίδαξε ότι δεν υπάρχει άσπρο-μαύρο. Δεν υπάρχουν οι καλοί «δικοί» μας και οι κακοί οι «άλλοι». Σε αυτό το ρευστό δίπολο, η καλοσύνη μπορεί να ομορφύνει για μια στιγμή τον κόσμο και την ψυχή. Αρκεί για να σωθούν αμφότερα; Όχι, να πάρει ο διάβολος δεν αρκεί. Αρκεί όμως τα «βρωμοπερίστερα» που είναι καρφωμένα στα δικά τους ηλεκτροφόρα γυμνά σύρματα, στον δικό τους σταυρό, να πάρουν κουράγιο και να πετάξουν για μια στιγμή στον ουρανό της ανθρωπιάς.
Έφτασα στην πλατεία Βάθης. Τα είδα τα περιστεράκια να κάθονται αμέριμνα στον συρμάτινο σταυρό. Τα έβγαλα φωτογραφία. Είναι η ώρα να πετάξετε καλά μου. Ώρα να φύγετε από αυτόν τον σταυρό. Μηχανικά έψαξα στην τσέπη μου για πακέτο. Ξέχασα, κομμένο πέντε χρόνια. Μπορούσα πια να συνεχίσω τον δρόμο μου.
Τα σέβη μου
Λουκάς Αναγνωστόπουλος