Δεν ξέρω αν άργησες πολύ, ξέρω μονάχα πως δε θέλω να χαθείς κι ας φοβάμαι

Ένας λαβύρινθος μέσα στο μυαλό μου. Στέκομαι καταμεσής ακίνητη και ψάχνω απεγνωσμένα ένα μονοπάτι. Μια διαδρομή που θα καταφέρει να με αποδεσμεύσει επιτέλους από το παρελθόν μου. Δοκιμάζω να κάνω ένα βήμα μα βρίσκω αδιέξοδο μπροστά μου κι απελπίζομαι. Η ανάσα μου, γρήγορη και κοφτή, μοιάζει με αυτήν του πανικού. Κλείνω τα μάτια, να διώξω τον φόβο που με κυριεύει μα είναι πάνω από τις δυνάμεις μου και η ελπίδα της διαφυγής μου, πάλι άδοξα σβήνει. 
 
Στα αυτιά μου, ηχούν όλα εκείνα τα πληγωμένα «Σ’αγαπώ», που ακόμα με πονάνε και που πάντα θα είναι εκεί όσο κι αν τα ξορκίζω. Μια πληγή που δε λέει να κλείσει τόσα χρόνια κι ένας φόβος που μέσα μου θεριεύει τελικά, αντί για να καταλαγιάζει. Αναρωτιέμαι, πώς θα μπορέσω να δω ξανά το φως, αν δεν εγκαταλείψω πρώτη τα σκοτάδια μου; Μια ζωή, παραδομένη σε μιαν αγάπη «φυλακή» που την ονόμασαν «παλάτι», μέχρι που μάτωνα παντού από το μέγεθός της. Μια ολόκληρη ζωή, ένα μεγάλο ψέμα τελικά κι ο χρόνος συνεχίζει να περνά αμείλικτος μα η καρδιά μου πάντα στάσιμη.
 
Κι αν ακόμη αυτό το αποδέχτηκα και προχωράω μονάχη, τον φόβο πες μου πώς θα διώξω; Πώς να μπορέσω να πιστέψω μιαν αλήθεια που δεν έζησα ποτέ μου τελικά μα παραμυθιαζόμουν μόνο ότι υπάρχει; 
Πώς να μπορέσω να πιστέψω όποιον επιχειρήσει να γκρεμίσει τα τείχη που όρθωσα γύρω μου για να αμυνθώ, πώς να ρισκάρω να πιστέψω τώρα μάτια μου κι εσένα, όταν κάθε μου πληγή είναι και μια άρνηση και κάθε μου φόβος, ένα ακόμα λιθαράκι που επιχειρεί να κάνει τα τείχη μου απροσπέλαστα. 
 
Δεν ξέρω αν άργησες εσύ, δεν ξέρω κι αν έχω ακόμα χρόνο εγώ. Δεν είμαι πια παιδί κι αν είχε απομείνει κάτι μέσα μου από αυτό, δεν άφηνα κανέναν να το πλησιάσει από τότε. Ένα λιμάνι γύρευα πάντα, για να δέσω την ψυχή μου μα την παρέσυραν οι φουρτούνες. Μία φωτιά για δύο, τον ήθελα τον έρωτα, μα έχουν παγώσει επικίνδυνα όλα μέσα μου. Πού ήσουν τόσα χρόνια και πού ήμουν κι εγώ χαμένη; Δεν θέλω να κρύβομαι άλλο από τη ζωή, όμως φοβάμαι. 
 
Εισέβαλες στη ζωή και στη σκέψη μου τη στιγμή που είχα πάψει πια να περιμένω και να ελπίζω σε οτιδήποτε. Αναστάτωσες τη σιγουριά της μοναξιάς μου και σημάδεψες την παγωμένη μου καρδιά με τη θάλασσα των ματιών σου. Άφησες το χαμόγελό σου για να με ταξιδεύει μαζί του, κάθε φορά που τα μάτια θα κλείνω κι αν ελάχιστα είναι εκείνα που για σένα γνωρίζω, αδυνατώ και πάλι να προσπεράσω τον τρόπο που κατάφερε η μορφή σου να αγγίξει την ψυχή μου αστραπιαία. 
 
Γιατί τη στιγμή που διάβασα τα μάτια σου, εκείνη τη στιγμή που πάγωσε ο χρόνος, είδα το πεπρωμένο μου, μέσα στο βάθος της γλυκιάς τους θλίψης και τη στιγμή που διάβασες τα μάτια τα δικά μου, γεννήθηκε η μοίρα μας. Εκείνη που για χρόνια περίμενε καρτερικά, στα παρασκήνια μιας ζωής πληγωμένης. Δεν ξέρω αν άργησες πολύ, ξέρω μονάχα πως δε θέλω να χαθείς κι ας φοβάμαι. 
 
Μαρία Μαραγκού

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *