Χέρι χέρι με τους δαίμονές μου

Post Views: 4

Γράφουν η Μαρία Χαρίτου και η Εύα Κοτσίκου

Τα μάτια μου προσπαθούν να προσαρμοστούν στο λιγοστό φως που εισβάλλει ανάμεσα από τις χαραμάδες των καρφωμένων σανίδων του παραθύρου, που υπάρχει στο τέλος του μακριού και παγωμένου διαδρόμου. Η καρδιά μου χτυπάει έντονα, αισθάνομαι τους πόρους στο δέρμα μου να αποβάλλουν σταγόνες κρύου ιδρώτα. Ο αέρας εισβάλλει βαρύς στους πνεύμονές μου από τη σκόνη, την υγρασία και τη μυρωδιά από τα περιττώματα. Μια φωνή μέσα μου ουρλιάζει… «ΦΥΓΕ!». Κάνω δυο ακόμα διστακτικά βήματα μπροστά. Τριγύρω μου, κατεστραμμένες πόρτες, σπασμένες και βρώμικες.

Τοίχοι με μπαλώματα, μουτζουρωμένοι στις αποχρώσεις του γκρίζου, συμπληρώνουν τέλεια το σκηνικό του εγκαταλελειμμένου ψυχιατρείου. Σκόρπια καλώδια κρέμονται από το μισογκρεμισμένο ταβάνι. Στο βάθος αχνοφαίνεται μια μεγάλη σκάλα. Η καρδιά μου σφίγγεται όσο πλησιάζω, όμως αυτή μου η αίσθηση δεν κάνει τα πόδια μου να διστάσουν.

Φτάνω στον επάνω όροφο. Το φως τώρα είναι ακόμα πιο χαμηλό. Οι κόρες των ματιών μου διαστέλλονται. Η ανάσα μου γίνεται άρρυθμη. Αισθάνομαι μια παγωνιά να διαπερνά το κορμί μου. Ένα σύρσιμο κάτω απ’ τα πόδια μου, κάνει την ανάσα μου να κοπεί απότομα. Σκύβω και πιάνω μια μεταλλική πινακίδα. Είναι σκουριασμένη. Με τα δάχτυλά μου, παραμερίζω τη σκόνη από πάνω της. «Πτέρυγα υψίστ»…  Ένα κοπάδι πουλιών πετάει μακριά τρομαγμένο, σπάζοντας απότομα την ησυχία. Η πινακίδα πέφτει από τα χέρια μου, παίρνοντας μαζί και μερικές σταγόνες αίματος από το σκισμένο μου δάχτυλο. Ενστικτωδώς το σφίγγω με το άλλο μου χέρι και κοιτάζω μπρος – πίσω για να σιγουρευτώ ότι είμαι ακόμα μόνη.

Χρειάστηκα λίγες στιγμές ακινησίας για να κατευνάσει η έκρηξη αδρεναλίνης μέσα μου. Δεξιά μου υπάρχει ένας θάλαμος με μια επιγραφή «εξεταστήριον» αριστερά μου ακόμη ένας, «ιατρός». Ο τελευταίος είναι ο πιο περίεργος. Ο πιο μεγάλος. Φέρει την επιγραφή «θάλαμος θηλέων». Με μια ανάσα μπαίνω μέσα. Υπάρχουν παράθυρα με μαύρα κάγκελα σε όλο το μήκος του θαλάμου. Κοιτάζοντας  τριγύρω υπάρχουν ακόμη το ένα δίπλα στο άλλο, τα σιδερένια κρεβάτια των τροφίμων. Κάποτε ήταν στο χρώμα της μέντας, τώρα μόνο σκουριά και ξεφτισμένους ιμάντες διακρίνω. Το ξύλινο πάτωμα τρίζει στο κάθε μου βήμα σαν τον ήχο κάποιου διεστραμμένου βιολονίστα. Μπάζα από τα σπασμένα τούβλα και τους σοβάδες, σκουπίδια, φθαρμένος ιματισμός και μια έντονη παλιακή μυρωδιά δε με αφήνει να αποφασίσω καθαρά την ταυτότητά της. Πλησιάζω τον τοίχο δίπλα απ’ την πόρτα. Είναι γεμάτος αύλακες από τις νυχιές τους. Ακουμπάω τα δάχτυλά μου μέσα τους και χαϊδεύω τη διαδρομή ενώ τη χρωματίζω με το αίμα μου. «Πόσο υποφέρατε άραγε;», ψιθυρίζω και ξαφνικά όλα γύρω μου μαυρίζουν…

«Καλώς ήρθες στο σπίτι μου», ακούστηκε στον χώρο ένας απόκοσμος ψίθυρος δημιουργώντας ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά μου. «Η φαντασία μου βάλθηκε να με τρομάξει απόψε μα ξέρω καλά τα παιχνίδια της. Όλα είναι στο μυαλό μου. Όλα είναι στο μυαλό μου», σκέφτηκα στιγμιαία και γύρισα αργά το βλέμμα μου ώστε να τσεκάρω το χώρο. «Ήρθες να με πάρεις;», ακούστηκε ξανά, θαρρείς μέσα από τον τοίχο με τις αμυχές, η φωνή. Το κορμί μου πια έχει παραλύσει. Σαν αόρατα σκοινιά να το έχουν δέσει και εγώ ανίκανη να κινηθώ, απλά υπομένω το μαρτύριο. Φοβάμαι, νομίζω ακούω την καρδιά μου μέσα στα τύμπανα των αυτιών μου, για δευτερόλεπτα τη φαντάζομαι να ανατινάζεται και να διαρκορπίζονται τα κομμάτια της στους βρώμικους τοίχους.

«Κοίτα με», ακούγεται τώρα ο ψίθυρος πεντακάθαρα μέσα στα αυτιά μου. «Δες με», μου τρυπάει τα σωθικά η φωνή. Έχω κατεβάσει το βλέμμα και μετράω από το ένα μέχρι το δέκα και αντίστροφα. Αν το κάνω αυτό τέσσερις φορές θα έχει τελειώσει. Όπως τότε… Μετρούσα τέσσερις φορές από το ένα μέχρι το δέκα και πάλι πίσω και το μαρτύριο τελείωνε. «Ένα, δύο, τρία…».

«Από εδώ δε θα φύγεις αν δε με ελευθερώσεις. Θα φύγουμε μαζί ή θα μείνουμε μαζί. Θα κάνεις τον πόνο να πάψει αλλιώς θα πονάμε μαζί αιώνια. Θέλω να με πας στην παιδική χαρά. Να παίξω με τα παιδιά. Αυτή τη φορά να μην με σύρει όμως μέσα στο δωμάτιο εκείνος. Να κάνω κούνια πολλή ώρα. Πολλή, πολλή! Όπως τώρα. Κούνια, μπέλα… Κούνια μπέλα… Τι όμορφα που είναι! Όχι, όχι πάλι! Όχι πατέρα! Που με πας; Θα είμαι καλό παιδί, θα σε ακούω! Όχι πατέρα πονάει μη το κάνεις! Ένα, δύο, τρία… Μέχρι το δέκα και πίσω τέσσερις φορές να περάσει το μαρτύριο, να πάψει, να μην πονάει! Πάρε με σου λέω από εδώ! Πονάω ακόμα! Κοίτα με, άκου με, υπάρχω ακόμα! Θέλω να παίξω, θέλω να γελάσω, να μην κλαίω, να μάθουν όλοι θέλω!».

Πλέον ο ψίθυρος είχε γίνει ουρλιαχτό συνοδευόμενο από τον ήχο που κάνουν νύχια που προσπαθούν να γαντζωθούν σε κάποιο τοίχο. Δεν κοιτούσα, δεν έβλεπα, είχα σκυμμένο ακόμα το κεφάλι και μετρούσα από το ένα ως το δέκα και αντίστροφα τέσσερις φορές…

Τα μάτια μου είναι κόκκινα από το κλάμα και σκοτεινά. «Πώς τόλμησες να ξαναέρθεις εδώ»; διαχέεται η φωνή ξανά μέσα στο χώρο. Αισθάνομαι τους πόνους στο κορμί μου ξανά. Ακουμπάω την πλάτη μου στον τοίχο και κυλάω προς το πάτωμα. Κλαίω με λυγμούς… όπως κάθε φορά που έβλεπα τον πατέρα να εγκαταλείπει το δωμάτιο βιαστικά. Όπως εκείνο το απόγευμα που κλείνοντάς μου το στόμα, έλεγε να κάνω ησυχία για να μπορεί ταυτόχρονα να ακούει και τις παιδικές φωνές από τις κούνιες. Τον έφτιαχναν οι παιδικές φωνές…

Μαζεύω τα πόδια μου στο στήθος και περνάω τα χέρια μου γύρω από τα γόνατά μου σε μια παρηγορητική αγκαλιά. «ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΕΚΑΝΕΣ»… η φωνή τώρα είχε μια χροιά ηδονής. «Σσσσουτ»! Στα μάτια μου ζωντανεύει ξανά εκείνη η στιγμή που μισόγυμνος ανοίγει το παράθυρο να τελειώσει την πράξη του κοιτάζοντας τις κούνιες. Φάνηκα για μια φορά δυνατή! Πετάχτηκα με φόρα από το κρεβάτι και τον έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη. Ο πατέρας είχε αστάθεια μετά το τελευταίο του εγκεφαλικό… ο καημένος… ήταν ατύχημα.

Πέρασαν γύρω στα οχτώ χρόνια σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Μεγάλωνα με τη μητέρα νομίζοντας πως οι πληγές έκλεισαν. Ένα απόγευμα του Νοέμβρη γυρνώντας σπίτι από τη σχολή άκουγα τα βήματά μου διπλά. Ένας άντρας μαυροντυμένος σαν θάνατος με πλησίασε επικίνδυνα. Έμοιαζε εκπληκτικά με εκείνον μα… εκείνος είχε σκοτωθεί! Ένα ουρλιαχτό και μετά δε θυμάμαι τίποτα. Όχι δεν είχε επιστρέψει. Εκείνος ανήκε στην κόλαση όπου τον έστειλα. Ένας όμοιός του ήταν μόνο που τελικά δεν πρόλαβε να μου ανοίξει νέες πληγές. Μου ξύπνησε όμως τις παλιές…

Μετά δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο ένα λευκό, στρογγυλό δωμάτιο καλυμμένο από μαλακό υλικό. Ένα στρογγυλό δωμάτιο που δε με βοηθούσε να χτυπήσω κάπου το κεφάλι μου ώστε να σταματήσω το μυαλό μου από το να σκέφτεται, να μην τρελαίνεται από εκείνη τη δυνατή σειρήνα και τις παιδικές φωνές που με στοίχειωναν. Συνέχεια εκείνη η σειρήνα μέσα στο κεφάλι μου να μην παύει ποτέ, ούτε μέσα στον ύπνο μου!

Ένα δωμάτιο κενό. Ήρεμο. Μετά από κάθε επίσκεψη της νοσοκόμας ήταν ήρεμο. Μία ανέκφραστη μεσόκοπη γυναίκα με ένα κατακόκκινο κραγιόν στα χείλη της πάντα, που έμοιαζε με στάλες αίματος και που σε αντίθεση με τη λευκή στολή της έδειχνε ακόμα πιο κόκκινο. Πόσο τη φοβόμουν όταν πλησίαζε με εκείνη τη σύριγγα… της φώναζα να φύγει, ότι δεν θέλω, να με αφήσει ήσυχη, να φύγει γιατί τη φοβάμαι μα εκείνη μπόλιαζε μέσα μου μια γερή δόση από ένα κοκτέιλ ηρεμιστικών κάθε φορά και μετά έφευγε το ίδιο ανέκφραστη όπως ερχότανε, αφήνοντάς με να μετράω μηχανικά από το ένα μέχρι το δέκα και αντίστροφα.

Δεν ξέρω πόσο καιρό έμεινα στο λευκό, στρογγυλό δωμάτιο. Θυμάμαι μόνο τους γιατρούς να με ρωτούν συνέχεια αν ακόμα ακούω τη σειρήνα και τις παιδικές φωνές. Έλεγα όχι. Με ρωτούσαν αν έχω ακόμα την ανάγκη να μετράω από το ένα μέχρι το δέκα και αντίστροφα τέσσερις φορές. Έλεγα όχι. Έκρυβα τις σκέψεις και τους φόβους, τις ανασφάλειες και τις εμμονές μου σε ερμητικά κλειστά κουτάκια μέσα στο μυαλό μου.

Μου έδωσαν εξιτήριο. Είπαν να λαμβάνω την αγωγή μου και να πηγαίνω κάθε εβδομάδα να βλέπω τον ψυχίατρο. Το έκανα. Ήξερα όμως καλά ότι τους δαίμονές μου δε θα τους σκότωνα με χημεία και ψυχοθεραπείες αλλά με τα ίδια μου τα χέρια! Θα ερχόμουν αντιμέτωπη μαζί τους, θα τους κοιτούσα στα μάτια και θα τους έβαζα φωτιά μην αφήνοντας ούτε ίχνος από δαύτους! Θα συμφιλιωνόμουν με τον παλιό μου εαυτό, θα τον έπαιρνα από το χέρι και θα φεύγαμε. Είχα τάξει στον εαυτό μου ότι κάποια στιγμή θα το έκανα. 
Και να’ μαι τώρα εδώ να βγάζω το μπιτόνι με το πετρέλαιο από την τσάντα μου. Και τώρα τα σπίρτα. Είμαι μεγάλη πια αλλά θα καταφέρω να τρέξω πριν λαμπαδιάσω και’ γω.

Ανάβω το πρώτο σπίρτο, το δεύτερο, το τρίτο. Οι φλόγες αρχίζουν να γλείφουν το χώρο. Τρέχω και ούτε και εγώ καταλαβαίνω πως βρίσκομαι έξω από το κτήριο. Κλείνω τα μάτια και τα αυτιά μου και μετράω από το ένα ως το δέκα και αντίστροφα τέσσερις φορές. Μέχρι να τελειώσω το μέτρημα έχουν όλα τελειώσει. Παίρνω από το χέρι εκείνη τη μικρή που στεκόταν δίπλα μου και που είχε στοιχειώσει για χρόνια μέσα στο ψυχιατρείο και φεύγουμε. Μου χαμογελάει ανακουφισμένη και γαλήνια πια. «Σε ευχαριστώ που ήρθες να με πάρεις» μου λέει. Έκαψα τους δαίμονές μου και συμφιλιώθηκα με τον παλιό μου εαυτό. Τώρα μπορώ να φύγω.

Δέκα βήματα παρακάτω βγάζω ξανά με αργές κινήσεις το μπιτόνι με το πετρέλαιο από την τσάντα μου. Έχει μείνει λίγο ακόμα. Βγάζω και το τελευταίο σπίρτο. Τα ενώνω πάνω στο κορμί μου και γελάω δυνατά. «Έλα μικρή μου, μη φοβάσαι! Μέχρι να μετρήσουμε από το ένα μέχρι το δέκα και αντίστροφα τέσσερις φορές θα έχουν όλα τελειώσει»… 

Μαρία Χαρίτου, Εύα Κοτσίκου

Post Views: 4

About Μαρία Χαρίτου

Από πολύ μικρή, έμαθα να υπάρχω μέσα από τις τέχνες! Τραγουδάω τις χαρές μου, χορεύω tango τις λύπες μου, εκφράζομαι μέσα από τη μουσική μου και γεννάω εικόνες με την πένα μου! Μη με ρωτήσετε ποτέ ποια από όλες αγαπώ περισσότερο γιατί δεν έχω απάντηση! Όλα τα παραπάνω, συν το ελεύθερο και αδάμαστο πνεύμα μου, φτιάχνουν εμένα! Πηγή έμπνευσής μου είναι ο άνθρωπος, μια και μου αρέσει να τον παρατηρώ μέσα από τις λεπτομέρειες! Το τελείωμα του πρώτου μου βιβλίου με τίτλο «παλεύοντας το σκοτάδι μου», είναι η απόδειξη. Τέλος, οφείλω να σας προειδοποιήσω ότι λατρεύω να δημιουργώ εικόνες και συναισθήματα στο μυαλό και την καρδιά σας!

Μπορεί επίσης να σας αρέσει