Καπετάνιος το εγώ μου
Πόσες φορές άφησα το πηδάλιο του μυαλού μου στα στιβαρά χέρια του ’Εγώ’ μου; Η ‘Λογική’ υπάκουσε, κατέβασε το κεφάλι και παραχώρησε το τιμόνι. Η πορεία που χάραξε το ‘Εγώ’ πάντα μοναχική και σκοτεινή.
Το ‘Εγώ’ αγέρωχο, και επιβλητικό. Κανείς δεν του λέει όχι. Οι μόνοι που μπορούν να πολεμήσουν και να αδράξουν τον έλεγχο είναι η ‘Λογική’ και το ‘Συναίσθημα’. Πρέπει να συνεργαστούν, να πολεμήσουν, να ξεκινήσουν ανταρσία. Όμως φοβούνται, πρέπει να εμπιστευτούν ο ένας τον άλλον. Μα μέχρι σήμερα, όποτε εμπιστεύτηκαν πόνεσαν, έκλαψαν, πληγώθηκαν και έχασαν τον έλεγχο του πληρώματος τους.
Το ταξίδι συνεχίζει, το ‘Εγώ’ μου πέρασε το δικό του μανιφέστο και με οδήγησε σε μέρη που διάλεξε αυτό, ταξίδια σε φουρτουνιασμένες θάλασσες και βροντερούς ουρανούς. Το πλήρωμα κουράστηκε, κοντεύουν να στερέψουν οι προμήθειες. Όμως, κανείς δεν τολμάει να αντιμιλήσει. Το ‘Εγώ’ παρατηρεί πως κάποιος δεν άντεξε τις αντίξοες συνθήκες και λιποθύμησε. Ελέγχει τριγύρω και αφήνει το τιμόνι. Πλησιάζει το πλήρωμα, το πήρε απόφαση, θα τους θυμίσει για άλλη μια φορά ποιος «κάνει κουμάντο».
Παρατηρεί, και βλέπει το βλέμμα του κουρασμένου ναυτικού, το γνωρίζει, είναι η αθωότητα που κατοικεί μες την ψυχή μου. Τη σηκώνει, τη δένει και τη βάζει να περπατήσει τη σανίδα. Τα βλέμματα, τριγύρω χαμηλώνουν, κανείς δεν τολμάει να αντιμιλήσει, ξέρουν πως κάτω από τη σανίδα περιμένουν οι πεινασμένοι «καρχαρίες της αυτοκαταστροφής μου». Ονομάστηκαν έτσι, γιατί περιμένουν να κατασπαράξουν ότι καλό υπάρχει μέσα μας, και ένα-ένα να καταστρέψουν όλα εκείνα τα χαρίσματα που με ξεχωρίζουν από τη μάζα και με κάνουν διαφορετικό.
Καθώς, το δάκρυ κυλάει στα μάγουλα της αθωότητας και μια κραυγή αγωνίας βάφει τον ουρανό με γκρι αποχρώσεις. Δυο, φιγούρες σηκώνονται, τρέχουν και σκουντάνε το ‘Εγώ’. Αυτό, πέφτει κάτω και σκίζει τα χέρια του. Λογική και ‘Συναίσθημα’, αγκαλιάσανε την αθωότητα και την τραβήξανε πίσω στο κατάστρωμα.
Μια άγρια μάχη ξεσπάει, ανάμεσα στο ‘Εγώ’ και τους δυο αντάρτες. Ο ήχος των σπαθιών που χτυπάνε μανιωδώς μεταξύ τους ποτίζει τον αέρα. Ξαφνικά μια ηλιαχτίδα φωτίζει το σκοτεινό ουρανό και η ησυχία αντικαταστεί το θόρυβο. Τα κατάφεραν, ‘Λογική’ και ‘Συναίσθημα’, είναι πλέον καπετάνιοι γιατί τα σπαθιά τους τρύπησαν το στήθος του ‘Εγώ’.
Το ‘Εγώ’ έντρομο κοιτάει να το ανεβάζουν στη σανίδα και να το ρίχνουν στα αιμοβόρα πλάσματα που τόσο καιρό τάιζε αυτό. Ο ήλιος βγαίνει και σκορπάει τα σύννεφα. Στον ορίζοντα, εμφανίζεται λιμάνι και οι καρχαρίες απομακρύνθηκαν από το πλοίο, δεν πρέπει να τους άρεσε το ‘Εγώ’, μπορεί να τους έπεσε βαρύ.
Ένα, είναι σίγουρο. Με τους νέους καπετάνιους στο πηδάλιο, το καράβι του μυαλού μου ταξιδεύει, σε καθαρά νερά και στο κατάστρωμα του ακούγονται συνέχεια τραγούδια όμορφα, πειρατικά.
Γιώργος Χατζηκυριάκου