Θυμάσαι εαυτέ μου;
Φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Ξαφνικά νιώθω οι μέρες να φεύγουν γρήγορα.
Πότε ξημέρωσε και ποτέ βρέθηκα άλλο ένα βράδυ να κάθομαι στο σκοτάδι και να φοβάμαι;
Ένθερμη υποστηρίκτρια της ελευθερίας, “εγώ μπορώ”, έλεγα. Εγώ μόνη μου. “Μοναχικότητα και όλα καλά. Έχω τη δουλειά μου, τους φίλους μου, περνάω καλά. Σιγά μη βάλω κεχαγιά στην κεφαλή μου.”
Και οι μέρες έφευγαν. Μήνες και χρόνια. Στιγμές που πρόσφεραν χαμόγελα, ηδονές και το τέλος της μέρας; Εγώ με εμένα.
Έπεφτα στο κρεββάτι μου και έλεγα: “έτσι, αυτή τη ζωή επέλεξα. Και μια επανάληψη.”
Και να έρχονται άνθρωποι στη ζωή μου, που άξιζαν πολλά, με όμορφες ψυχές, ωραία συναισθήματα.
Και όσο έβλεπα πως θα μπορούσα να έχω μια όμορφη καθημερινότητα, με τα πάνω και τα κάτω της, αλλά με χέρια στιβαρά στο πλευρό μου, τόσο εγώ αρνούμουν.
Να πολεμάω έναν αόρατο εχθρό και να τους διώχνω. Να τρέχω πίσω από χειριστικές αγκαλιές κι ανθρώπους του “μέχρι εκεί” και “τίποτα παραπάνω”. Να φτύνω αυτούς που ενδιαφέρονταν και να ασχολούμαι με τιποτάδες. Το τέλος της μέρας μου ήταν αυτό που γούσταρα. Όχι πολλά-πολλά.
Ποια αγάπη και ποια συντροφικότητα; Αυτά τα καραμελωμένα είναι για άλλους, όχι για μένα. “Όχι εγώ”, έλεγα και έκλεινα τα μάτια μου το βράδυ, χαρούμενη. Μα πάει καιρός τώρα που δεν ξέρω γιατί, έγιναν βάρος στο στήθος οι επιλογές ζωής μου.
Σαν ταινία να περνούν μπροστά μου οι άνθρωποι που έδιωξα. Και όταν κοιμάμαι, εφιάλτης μου εκείνοι που μοιράστηκα τις μέρες μου.
“Τι έγινε μωρέ, το τέλος της μέρας σου;
Οι επιλογές της ζωής σου; Γιατί ξαφνικά έγιναν θηλιά στο λαιμό που ολοένα και σε πνιγούν; Στο είχα πει κάποτε. Μην τυχόν και έρθει η μέρα που κλάψεις για ό,τι θα μπορούσες να έχεις και το σκότωσες από υπεροψία. Τίποτα δεν θα μπορείς να αλλάξεις τότε, θυμάσαι; Τουλάχιστον δεν κορόιδεψες κανέναν τους και τώρα είναι καλύτερα μακρυά σου.”
Αν λοιπόν για κάτι μπορείς να χαρείς αγαπημένε μου εγωισμέ στο τέλος της μοναχικότητας που πλέον ονόμασες μοναξιά, είναι να μην παίζεις με τις έννοιες. Γιατί όλοι αυτοί είναι καλύτερα μακριά σου.
Κάτσε στο σκοτάδι, κλείσε τα μάτια σου και συνέχισε να φοβάσαι. Γιατί τώρα πια, τίποτα δε γυρίζει πίσω και τίποτα δε θα αλλάξει.
Ιωάννα Νικολαντωνάκη