Αδύνατο να ζήσω μακριά σου
Ήθελα να κλάψω, μα δεν το έκανα. Σου έδωσα ένα τελευταίο φιλί και παίρνοντας μαζί μου την ανάσα σου, κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Πριν την κλείσω πίσω μου σε κοίταξα. Με κοίταζες κι εσύ με μια απορία στα μάτια, σαν να μου έλεγες: «Γιατί;». Το ένιωθα πως ήσουν έτοιμος να τρέξεις, να με κρατήσεις, να μ’ εμποδίσεις να κάνω αυτό που είχα αποφασίσει. Κλείνοντας την πόρτα, ακούμπησα πάνω της, χωρίς να έχω τη δύναμη να προχωρήσω. Ένα σφίξιμο στο στήθος, σαν μια μέγγενη να πιέζει την καρδιά μου, έκανε την αναπνοή μου να βγαίνει με δυσκολία. Πίσω από το ξύλο που μας χώριζε άκουγα θαρρείς τους χτύπους της καρδιάς σου. Χάιδεψα ανάλαφρα το άψυχο υλικό κι απομακρύνθηκα.
Λίγο πριν μπω στο αυτοκίνητό μου, γύρισα και κοίταξα προς το διαμέρισμα αναζητώντας τη μορφή σου. Nα σε δω για άλλη μια φορά, την τελευταία. Να αποτυπωθεί η εικόνα σου στα μάτια μου. Σε είδα να στέκεσαι στο παράθυρο, λες και είχες διαβάσει τη σκέψη μου. Ακουμπούσες τα χέρια σου στο τζάμι. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Είχα γίνει μούσκεμα. Κρύωνα. Κι όμως στεκόμουν εκεί να σε κοιτώ. Σου πέταξα ένα φιλί και μπήκα στο αυτοκίνητο. Άναψα τη μηχανή με κόπο. Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν στο τέρμα και πάλι με δυσκολία απομάκρυναν το νερό που με μανία χτυπούσε στο παρμπρίζ.
Ξεκίνησα χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινες να κοιτάς τον άδειο από την παρουσία μου δρόμο. Δεν πήγα σπίτι μου. Έπρεπε να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου πρώτα, την ίδια μου τη ζωή. Έφευγα. Σε άφηνα. Δε γινόταν αλλιώς. Το ξέραμε και οι δυο πως κάποια στιγμή θα έφτανε το τέλος. Από τους δυο μας βρήκα εγώ τη δύναμη να το κάνω. Εσύ απλώς συμφώνησες στο αναπόφευκτο. Πώς ν’ αντέξει κανείς μια ζωή κλεμμένη; Πόσο; Κι όμως, όσο κι αν έγινε συνειδητά, πονούσε σαν ανοιχτή πληγή που έχασκε κι αιμορραγούσε. Το άρωμά σου ήταν ακόμη πάνω στα ρούχα μου. Ένιωθα τα χέρια σου να με αγγίζουν, τη θέρμη της αγκαλιάς σου, το κορμί σου να τρέμει και να βρυχάται πάθος και αγάπη ταυτόχρονα. Πώς θα μάθω να ζω χωρίς αυτά; Πώς να ανασαίνω χωρίς εσένα; Δεν άντεξα. Έσπασα. Αναλύθηκα σε κλάμα που γρήγορα έγινε λυγμός και τράνταζε όλο μου το σώμα. Πάτησα φρένο και σταμάτησα, όταν συνειδητοποίησα πως ήμουν και πάλι έξω από το σπίτι σου. Έσκυψα πάνω στο τιμόνι, αποκαμωμένη ψυχικά. Ούτε κατάλαβα πότε άνοιξε η πόρτα του αυτοκινήτου, ούτε πως ένα δυνατό χέρι με τράβηξε έξω. Σάστισα όταν σε είδα μπροστά μου.
«Δεν μπορώ, μου φώναξες. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Δεν θέλω, δεν το καταλαβαίνεις;»
Πριν προλάβω να αντιδράσω, έκλεισες τα χείλη μου με τα δικά σου. Με σήκωσες στα χέρια και με οδήγησες στο διαμέρισμα. Ο έρωτάς σου λίγο αργότερα, αχόρταγος, μου έκοβε την ανάσα, ενώ την ίδια στιγμή ξαναγεννιόμουν στα χέρια σου.