Το τραγούδι κάποιου αγνώστου μουσικάντη
Ήταν κάποτε ένας πιανίστας που του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «μουσικάντης». Στα χέρια του οι νότες αποκτούσαν χαρακτήρα, τις έντυνε με λέξεις που ήταν φορτισμένες με έντονο συναίσθημα. Το είχε με τις λέξεις ο μπαγάσας. Δεν ήξερε από παρτιτούρες μια και ποτέ δεν πήγε σε μουσικά σχολεία και ωδεία, δεν ήξερε από πεντάγραμμο και σολφέζ, ακολουθούσε το μέτρο του συναισθήματός του και τον ρυθμό της καρδιάς του. Αυτό και μόνο, ήταν αρκετό. Όταν άγγιζε τα πλήκτρα του ξεπηδούσαν μπροστά του ολοζώντανες εικόνες στήνοντας παράσταση.
Πονούσε ο μουσικάντης μας, που το όνομά του δεν έχει καμία σημασία να αναφέρουμε, καθώς δεν είχε άλλη ταυτότητα πέρα απ’ αυτή. Πονούσε για μια αγάπη που έσκιζε τα σωθικά του. Δεν ήθελε να τον θαυμάζει κανείς έλεγε, γιατί η μουσική του έκρυβε πόνο. Τι να θαυμάσεις άραγε από κάτι που πονάει; Από κάτι λυπηρό;
Ήταν μοναχικός ο μουσικάντης μας, σχεδόν ακοινώνητος. Μια κούπα παγωμένου πια καφέ και ένα στριφτό τσιγάρο στο σημείο ανάμεσα στα κιτρινισμένα του δάχτυλα, ήταν αρκετή παρέα για εκείνον. Ο τρόπος που σκορπίζονταν ο καπνός στο δωμάτιο από την κάθε τζούρα που εξέπνεε και τα σχέδια που σχημάτιζε το ντουμάνι του στο χαμηλό φωτισμό, έμοιαζαν σαν τη στιγμή που ανοίγει η αυλαία και εμφανίζεται ο μουσικός στη σκηνή, την ώρα που το κοινό ξεκινά να χειροκροτεί δυνατά. Όμως ο φίλος μας δεν είχε κοινό, δεν υπήρχε χειροκρότημα, δεν υπήρχαν φώτα και πρόβες. Το πιάνο του δεν ήταν γυαλισμένο και καθαρό, αντιθέτως υπήρχε σκόνη και πολλά καμένα σημεία που φανέρωναν το ότι ξέχναγε το τσιγάρο του αναμμένο κάθε φορά που σκαρφίζονταν ένα καινούριο ρυθμό.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός για το μοναχικό αυτόν καλλιτέχνη. Αυτόν τον αυτοκαταστροφικό εραστή της τέχνης. Άλλοτε βυθισμένο στα σκοτάδια του μυαλού του να προσπαθεί να βρει ένα καταφύγιο να προστατέψει τον εύθραυστο ψυχισμό του και άλλοτε στην επιφάνεια, καθισμένος στο σκαμπό του, να αντανακλά στη φιγούρα του το χαμηλό ασημένιο φως που εισέβαλε σχεδόν με θράσος απ΄ το παράθυρό του, βρίσκοντάς τον εξουθενωμένο και φοβισμένο πίσω από τα πλήκτρα του να κρυφοκοιτάζει με τα ορθάνοιχτα τα μεγάλα του μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει αν τώρα που τον πρόλαβε το σκοτάδι, συνεχίζει να είναι ασφαλής.
Όλη του η ζωή σε ένα δωμάτιο. Όλος του ο κόσμος ανάμεσα σε μερικές οκτάβες κι ένα όνειρο, γιατί έτσι είχε μάθει να υπάρχει. Ακροβατώντας ανάμεσα στην ουτοπία και την πραγματικότητα, μην έχοντας τίποτα άλλο να περιμένει εκτός από το δυνατό κοκτέιλ που θα του έφερνε η καλοσυνάτη νοσοκόμα με τα υπέροχα ζωγραφισμένα χείλη και τα λεπτά πόδια που διακρίνονταν από την λευκή ποδιά της. Το εισιτήριο για τον κόσμο του ονείρου. Για το πανέμορφο εκείνο λιβάδι που συναντούσε τη μούσα του, την κοπέλα με την ωχρή επιδερμίδα και τα μακριά καστανά μαλλιά που έμοιαζε με κάποιο φθινοπωρινό τοπίο. Εκεί που τη μάγευε με τη μουσική του, που είχε κάποιον να τον θαυμάζει, που ένιωθε πλήρης.
Δεν ήταν εθισμένος στα φάρμακα, όχι! Ήταν εθισμένος σ’ εκείνη. Όταν ξημέρωνε της έπαιζε μουσική για να ταξιδέψει ως τον κόσμο του ονείρου και να της κρατήσει συντροφιά ώσπου να ξανά ανταμώσουν τη νύχτα. Σαν τα παράνομα ζευγάρια, σαν δυο άνθρωποι που αγαπήθηκαν πολύ. Εκείνος, κλεισμένος στο λευκό δωμάτιο μιας ψυχιατρικής κλινικής, εκείνη μια υγιή ιδέα στο άρρωστο μυαλό του, ήταν τόσο σημαντική για εκείνον η Θάλεια, που λαχταρούσε να την ανταμώσει ακόμα και αν δεν κατάφερνε ποτέ να την αγγίξει. Του αρκούσε να θωρεί την ομορφιά του φθινοπώρου στο πρόσωπο της, να νιώθει την κάψα του καλοκαιριού στο σώμα της, να αντικρίζει την άνοιξη στο χαμόγελό της, την παγωνιά του χειμώνα στα μάτια της, όταν την αποχωριζόταν τα πρωινά…
Αυτή η γυναίκα συνδύαζε μέσα της τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Τη δομή της ζωής.
Αυτή η γυναίκα ήταν η ζωή του…