4 Απριλίου 2020
Share

Το μυστικό

Είναι έντιμοι άνθρωποι! Παντρεύτηκαν νέοι, έχοντας ελάχιστα για να ζήσουν. Δούλεψαν πολύ από την αρχή του γάμου τους μέχρι και σήμερα. Σε αυτά τα χρόνια ανέλαβαν υποχρεώσεις, έχτισαν ένα σπιτάκι, έκαναν τα παιδιά τους και τα σπούδασαν. Εάν τους παρατηρήσεις προσεκτικά, θα δεις μια κάποια ομοιότητα μεταξύ τους. Αυτό συμβαίνει, σε όλα τα ζευγάρια που έχουν ζήσει πολλά χρόνια μαζί. Στη ζωή τους έχουν πάντα σειρά και μέτρο, ξέρουν ακριβώς πότε και τι θα κάνουν. Τις καθημερινές πηγαίνουν για το μεροκάματο και μετά γυρίζουν πάντα στο σπίτι. Ο σύζυγος ίσως και να βοηθήσει λίγο σε καμιά από τις δουλειές του νοικοκυριού. Η μοιρασιά αυτή, δίκαια ή άδικα έγερνε κατά τη μεριά της συζύγου γιατί έτσι το είχαν μάθει. Τις Κυριακές πάντα πηγαίνουν στη λειτουργία και μετά για ένα κέρασμα σε κάποιο παραλιακό μαγαζί.

Πίσω από το προαύλιο της Αγ. Άννας έχουν παρκάρει το αμαξάκι τους. Με αυτό στο τέταρτο φτάνουν στην παραλία. Σήμερα υπάρχουν πολλά άδεια τραπέζια, διαλέγουν ένα κεντρικό. Ο σερβιτόρος σε λίγο καταφθάνει με τα καφεδάκια τους. Κάνουν ένα νεύμα για καλημέρα στο τραπέζι πίσω αριστερά σε κάποιους γνωστούς. Ο σύζυγος ανοίγει την εφημερίδα του. Η κυρία κάθεται σκεφτική, ποτέ δεν του μιλάει όταν διαβάζει. Η σύζυγος πολύ διακριτικά, ρίχνει κάποιες ματιές γύρω της. Αφού κοίταξε και βεβαιώθηκε ότι δεν την βλέπουν, παίρνει προσεκτικά το κουλουράκι και το βουτάει στον ελληνικό της. Αναστενάζει ευχαριστημένη από την απόλαυση που της χαρίζει η γεύση. Τώρα κοιτάζει στο στρογγυλό μικρό ρολόι της, η ώρα είναι έντεκα και τέταρτο. Βλέπει τον σύζυγο της πολύ απογοητευμένο με αυτά που διαβάζει αλλά δεν τον ενοχλεί. Με τον άντρα της είναι μαζί περίπου τριάντα χρόνια, τον γνωρίζει πολύ καλά. Ένας κάτασπρος γλάρος τραβάει το βλέμμα της ανάμεσα στο μπλε της θάλασσας και το γαλάζιο του ουρανού.

Η κυρία έχει πιει τον καφέ της και έχει κοιτάξει πολλές φορές το ρολόι της. Περιμένει υπομονετικά να κλείσει ο σύζυγος την εφημερίδα και να φύγουν σιγά σιγά. Πίσω της ακούει τα χαλίκια να τρίζουν από βήματα και γυρίζει να δει. Είναι ο κύριος Στέφανος. Ο σύζυγος σηκώνει το κεφάλι του, χαμογελάει και τον προσκαλεί να κάτσει. Πριν πολλά χρόνια όταν ήταν παιδιά, ζούσαν στην ίδια γειτονιά με την κυρία. Μαζί μεγάλωσαν, τα σπίτια τους ήταν σχεδόν διπλά. Σαν παιδί ο Στέφανος ήταν πολύ φτωχός, τυραννισμένη οικογένεια. Ορφανός από πατέρα, δούλευε από εννέα χρονών. Η μάνα του έπλενε ρούχα σε κάποιους που είχαν τον τρόπο τους. Δύο παιδιά, αυτός και ένα κορίτσι. Τίμιοι άνθρωποι και εργατικοί. ο Στέφανος βοήθησε την οικογένεια και πάντρεψε και την αδελφή του.

Τα χρόνια πέρασαν, δούλεψε πολύ σκληρά και κατάφερε κι έμαθε την δουλειά. Μια ωραία μέρα άνοιξε κρεοπωλείο. Μεγάλο μαγαζί και σύγχρονο και έκτισε και μια σπιταρόνα με γκαράζ. Έχει δυο στρέμματα κήπο περιμετρικά του σπιτιού. Άξιος άνθρωπος και όμορφος. Καλόγνωμος και πρόθυμος να βοηθήσει. Παρ’ ότι ευκατάστατος, παραμένει πονόψυχος. Η κυρία τον βλέπει, τον χαιρετάει ευγενικά αλλά μέσα της η ψυχή της σφίγγεται.

Ο Στέφανος ήταν ο πρώτος και ο μοναδικός της έρωτας. Τον συναντούσε κρυφά πίσω από το σπιτάκι της κυρά –Φωτεινής της χήρας. Πάντα την ίδια ώρα, μόλις σουρούπωνε, βρίσκονταν εκεί. Σκάρτο τέταρτο ήταν η συνάντηση τους, μια αγκαλιά και ένα φιλί. Αυτός την κράταγε σφιχτά και την παρακαλούσε να μείνει λίγο ακόμα, αυτή αν και συγκρατούσε τον εαυτό της λούφαζε στην αγκαλιά του. Κανένας τους δεν ήθελε να φύγει μα κι αλλιώς δε γινόταν.

Κάποτε κάποιος το μαρτύρησε στον πατέρα της και από τότε έπαψε να τον βλέπει. Οι δικοί της ούτε να ακούσουν, τον θεωρούσαν παρακατιανό. Όσο κι εάν έκλαψε, όσο κι εάν παρακάλεσε τίποτα δεν κατάφερε. Αυτοί ήταν ανένδοτοι, ‘’όχι στο γιο της πλύστρας’’. Αυστηροί και απολυτοί, την απειλούσαν ότι θα την κλείσουν σε μοναστήρι. Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, κάθε φορά που τον συναντάει, η καρδία της χτυπάει δυνατά. Τον βλέπει και προσπαθεί να κρύψει το τρέμουλο στα χέρια της. Το βλέμμα του την ταράζει και την αναγκάζει να σκύψει το κεφάλι της για το αποφύγει. Αυτός ο άντρας της θυμίζει ότι κάποτε ήταν γυναίκα.

Τον αγαπάει τον άντρας της αλλά να! κάπως αλλιώς, ούτε κι ίδια μπορεί να το περιγράψει. Δεν ξέρει γιατί μετά από τόσα χρόνια δεν τον έχει ξεχάσει το Στέφανο. Όλο τα σκέφτεται και λυπάται. Ποτέ δε μίλησε σε κανέναν γι’ αυτό. Ούτε του παπά δεν το εξομολογήθηκε. Μόνο στο Στέφανο ήθελε να μιλήσει, να του πει ότι δεν το θέλησε αυτόν το γάμο. Την πάντρεψαν και δεν πρόλαβε να του εξηγήσει. Θέλει να του εξομολογηθεί το μυστικό της: ποτέ δεν έπαψε να τον αγαπάει!

Παρασκευή Φωτοπούλου

About Παρασκευή Φωτοπούλου

Αγαπώ να διαβάζω και ειδικά Ελληνική Μυθολογία όταν έχω ελεύθερο χρόνο ασχολούμαι με την συγγραφή κειμένων.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει