Ορφέας κι Ευρυδίκη
Θυμάμαι μια στιγμή μας
τόσο ξεκάθαρα,
σαν να τη βλέπω να περνά
μπροστά απ’ τα βλέφαρά μου.
Καθόσουν απέναντι μου
και στίχο – στίχο
με αποσυνέθετες.
Διέλυες λέξη- λέξη
τα δεδομένα κεκτημένα μου
και σθεναρά αντιστεκόμουν.
Πως να σε αφήσω να εισβάλεις στο νου μου;
Βλέπεις όλα μου τα υπάρχοντα
είναι οι σκέψεις μου
κι εσύ τις κατακλύζεις,
κατοικείς στο μυαλό μου
κι απαιτείς να κατακτήσεις κάθε κύτταρο μου.
Έκλεψες τη σκέψη μου
κι προσδοκάς να αρπάξεις
και τα σίγουρα μου.
Αρνείσαι τις βεβαιότητες μου
και με τραβάς κοντά σου,
σα μαγνήτης που έλκει μια καρφίτσα.
Αυτή είναι η δύναμη σου,
η αδυναμία μου.
Κι όσο κατέρρεε ο κόσμος μου,
που από άμμο έφτιαξα,
εσύ με κοιτούσες ευλαβικά
λες κι είχαμε καμιά ελπίδα.
Λες και ο κόσμος σου χωρούσε στο δικό μου.
Λες και η ζωή μου χωρούσε στη δική σου.
Όλα τόσο ασταθή,
μα όχι τα αισθήματα.
Πόσο θα ‘θελα να γείρω στο προσκέφαλο το κρεβατιού
και χωρίς αμφιβολία να φιλήσω το μέτωπο σου.
Πόσο θα ‘θελα τα “όχι” μας και τα “δεν πρέπει”
να αποθάνουν και να γεννηθούν τα “μη φύγεις, σ’αγαπώ”.
Με κοιτούσες και ξεχνούσα τι ήθελα να πω.
Χανόμουν στην καστανή σου κόλαση
μην επιθυμώντας να ξαναβρεθώ.
Κι ύστερα μου μιλούν για έρωτες…
Τι να μου πουν για τα μάτια σου
που λάμπουν στο σκοτάδι;
Ποιοι θέτουν τα απαγορευμένα;
Γκρέμιζες τον κόσμο μου
με ευκολία,
σαν να γεννήθηκες για αυτό.
Κι εγώ η αφελής κρατιόμουν απ’ τα γκρέμια.
Μαζί σου και στην κόλαση.
Μαζί σου και στην κόλαση, αγάπη μου.
Η συζήτηση πέθανε κάποια στιγμή
και σηκώθηκες να φύγεις.
Προπορεύτηκες,
δέκα βήματα μακριά μου κοντοστάθηκες.
Έστρεψες το πρόσωπο να δεις αν βρίσκομαι ξωπίσω σου.
Κι εκεί κατάλαβα.
Σαν τον Ορφέα και την Ευρυδίκη θα χαθούμε.
Ας είναι.
Μια στιγμή μαζί σου αξίζει
την αιωνιότητα της κόλασης.
Φιλίνα Ιγνατιάδου