Φυλακισμένη γραφή με λέξεις ελευθερίας
Κοιτάζω με δέος τον υπέροχο πρωινό ήλιο. Πώς έδιωξε τόσο μαγικά – εν μια νυκτί – τη χθεσινή πρωτοφανή κακοκαιρία; Είχα ανάστατο ύπνο. Ούρλιαζε ο αέρας μανιασμένα κι έκλεινα σφιχτά τ’ αυτιά μου για να μη νιώθω τη λύσσα του. Χτυπούσε η βροχή με αλλόκοτη ορμή τα τζάμια κι ένιωθα την κάθε σταγόνα να μαστιγώνει το μυαλό μου. Δεν κατάφερα να γράψω. Έσβησα το κερί γιατί ένιωθα πως ξεγελούσα προκλητικά τις αστραπές. Τελικά, ο ίδιος ο καιρός με ξεγέλασε με τα ξεσπάσματά του. Προτιμώ το τωρινό χαμόγελό του από τη δική μου ανίατη θλίψη. Τόση οσμή θανάτου, πώς να τη σηκώσει η δική μου ζωή. Τώρα πια, στην πρόωρη δύση μου, μπορώ και το βλέπω καθαρά. Τώρα, που έμεινα μόνη να προσέχω μαζί με την αδελφή μου Λαβίνια, την ευαίσθητη μητέρα μου, τώρα που αρχίζουν οι δυνάμεις μου να μ’ εγκαταλείπουν, με την εύθραστη υγεία που έχω πλέον, τους βλέπω όλους με νοσταλγία, να με κοιτούν από την απέναντι πλευρά, με στοργή και αγάπη.
Ο καθ’ όλα αυστηρός, θρήσκος αλλά καλόκαρδος πατέρας μου, η καλύτερή μου φίλη Σού, ο μοιραίος μου δικαστής Λόρντ, ο Τσάρλς ο πολυαγαπημένος πάστοράς μου, ο καλός μου δάσκαλος και ακριβός φίλος μου Λέοναρντ, διευθυντής της Ακαδημίας μας. Άνθρωποι δικοί μου, αγαπημένοι, κοντινοί και λατρεμένοι και πόσοι άλλοι ακόμη, μακρινοί και πλατωνικοί. Κάποιοι τόλμησαν να περάσουν την αδιόρατη γραμμή προσέγγισής μου και φοβισμένη εγώ, κρύφτηκα μέσα στον εαυτό μου ξανά. Σε όσους επίτρεψα την αφή και την παραδοχή, δεν υπήρχε δεύτερη στιγμή μαζί τους. Λες και η μοίρα με τιμωρούσε που απέκκλεινα των ορίων μου. Μα πότε τόλμησα να φύγω εκτός τους; Πέραν της μιας χρονιάς εξαίρετων σπουδών μου στην Ακαδημία, δεν έφυγα ξανά…
Πάντα εδώ ήμουν. Στους τέσσερις αυτούς τοίχους του δωματίου παρέμεινα όλη μου τη ζωή. Εσώκλειστες ανάσες εξέπνεα με ανοιχτούς ορίζοντες. Οι σκέψεις μου, η μόνη συντροφιά και παρηγοριά μου. Οι λέξεις μου, βάλσαμο και γιατρειά μου. Άνθιζαν οι έρωτες με τραγούδια λυρικά και μαραίνονταν με πένθιμους σκοπούς. Εγώ, ο κηπουρός και ο νεκροθάφτης τους συνάμα. Το χωμάτινο μυαλό μου, τους καλωσόριζε γελώντας ενθερμώς και τους αποχαιρετούσε κλαίγοντας γοερώς. Ριχνόμουν στη μάχη της λήθης γράφοντας για εκείνους, ξορκίζοντας τους σε κάθε στριφογύρισμα των λέξεων κατά τη γραφή τους. Νοσήλευα τις πληγές τους και η επούλωσή τους, μου άφηνε κάθε φορά, ανεξίτηλο σημάδι στην ψυχή και στον ψυχισμό μου που αντανακλούσε στο σβησμένο μου βλέμμα και στο αγέλαστο στόμα μου.
Τα χιλιάδες γράμματα αλληλογραφίας, η μοναδική μορφή επικοινωνίας με τους φίλους μου, οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας που ετοίμαζα την καταγραφή της καθημερινής ζωής μου και την έστελνα, περιμένοντας με στωική αδημονία την απάντησή τους. Ώσπου τα μάτια μου δεν άντεξαν άλλο τις τόσες άυπνες νύχτες, τις τόσες αιχμαλωσίες των λόγων των αμέτρητων βιβλίων που διάβαζα και οι έντονες ενοχλήσεις στα μάτια μου, με ανάγκασαν ν’ αφήσω το οικείο μου καταφύγιο και να νοσηλευτώ σε νοσοκομείο γι’ αρκετό καιρό, προκειμένου να γλυτώσω την όρασή μου. Παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες μου, η λαχτάρα μου για τη γραφή δεν έσβησε ποτέ. Αναρίθμητα τα μικρά και μεγάλα χαρτιά που μένουν κρυμμένα στο μεγάλο ξύλινο μπαούλο κερασιάς, που έχω στο δωμάτιό μου. Καθένα τους, είναι ξόρκι για κάθε μου πλανεμένη αίσθηση, για κάθε ταξιδευμένη περιπλάνηση˙ στης φύσης, στου έρωτα, στου πόνου, στης τέχνης, στης ζωής και στου ανθρώπου τις απάτητες κορφές.
Την έχω ορκίσει τη Λαβίνια. Όταν φύγω από τούτο τον κόσμο, να τα κάψει όλα. Δεν θέλω να μείνει τίποτα δικό μου πίσω. Τι να την κάνω την ενδεχόμενη αναγνώριση των μύχιων λόγων μου όταν λείπω από εδώ; Έτσι κι αλλιώς, είναι ανεπίτρεπτο σε τούτη την εποχή που ζούμε, να μπει γυναικείο όνομα σε κατοχύρωση έκδοσης ποιημάτων ή βιβλίου. Όχι, είναι καλύτερα έτσι. Τους πρέπει η καταστροφή, όταν δεν θα βρίσκομαι πια εδώ και ξέροντας από πάντα πως είναι αδύνατον να κατέχω εγώ τη χάρτινη κηδεμονία τους. Είναι η δική μου αλήθεια, κόντρα στο ψέμα της ζήσης μου. Να μείνει ένα άλυτο μυστήριο το πέρασμά μου, για όλους εκείνους τους φίλους μου, τους καρδιακούς.
Να θυμούνται μόνο τα μάτια μου. Την παντοτινή ολόασπρη φορεσιά μου. Να θυμούνται την πρώτη μου νιότη με τα τρανταχτά μου γέλια που λούζονταν στο Φως και όχι τα σιωπηλά μου κλάματα που βυθίζονται στο σκοτάδι αδιάκοπα μέχρι και τώρα. Έγιναν πια και οι πόνοι στο κορμί αβάσταχτοι, πρήστηκαν τα χέρια και τα πόδια μου, έχω συνέχεια μιαν αδιόρατη αδιαθεσία. Όμως δεν το βάζω κάτω, το παλεύω και σφίγγοντας τα δόντια, συνεχίζω. Έτσι πρέπει οι γυναίκες να πράττουν γενικά, στη μειωμένη τους σημασία που από άνδρες εδόθη τόσο βάναυσα! Οι γυναίκες είναι και θα είναι η πηγή της εξέλιξης, η αρχή και το τέλος της ζωής, το νόημα του όλου και των πάντων, σ’ ετούτο τον ανδροκρατούμενο κόσμο και όσο κι αν προσπαθούν να καθυποτάξουν την παρουσία της και να μειώσουν τη συμβολή της, πάντα θα μας βρίσκουν άνωθέν τους!
Σηκώνω το βλέμμα μου από το χαρτί και ατενίζω έξω από το παράθυρό μου, νιώθοντας μιαν ανεπαίσθητη ψύχρα να με τυλίγει. Αρχίζει και δύει ο ήλιος, πόσο γρήγορα πέρασε και τούτη η μέρα. Πρέπει να φυλάξω τα μάτια μου από την κουρασμένη τους θωριά και ν’ ανάψω απόψε το κερί, για φως και παρηγοριά μου. Κάπου, ακούγεται μακριά το μακρόσυρτο γαύγισμα ενός σκύλου. Η νύχτα, έρχεται ξανά να μας σκεπάσει με το σκοτεινό ουράνιο κάλυμμά της.
Μην ξεχάσω αύριο, να φυτέψω τους βολβούς των λουλουδιών στο μεγάλο κόκκινο παρτέρι, στην άκρη του κήπου. Είναι ξέχωρα η θέση τους, μοιάζουν σαν παραγκωνισμένα φυτά και μπορεί να ζουν αθόρυβα αλλά η ομορφιά τους, πάντα κάνει κρότο και γίνεται αντιληπτή, σε κάθε περαστικό βλέμμα που πέφτει επάνω τους. Θα έχουν ανθίσει μέχρι το τέλος του μήνα. Μακάρι να ζω για να τα δω. Είναι ευλογία στο κατώφλι του θανάτου, να υποδέχεσαι τη ζωή!
Ζωή Παπατζίκου