Πεφταστέρια
Ξύπνησα πολύ νωρίς. Η μέρα δεν είχε ακόμα χαράξει. Η Πωλίν με βρήκε την ώρα που έβαζα τις τελευταίες μου πινελιές. Κρατούσε μια κούπα ζεστό καφέ και πλησίασε αθόρυβα κοντά μου. Έμεινε σκεπτική να περιεργάζεται τον πίνακα.
«Γιατί τόσο μαύρο;», με ρώτησε.
Η αλήθεια είναι πως είχα επηρεαστεί από το μαύρο τετράγωνο του Μάλεβιτς. Ο ίδιος υποστήριζε πως κρατώντας τούτο το μαύρο σαν φανό μπορεί κανείς να διασχίσει τον λαβύρινθο της σκέψης.
«Μια θάλασσα! Να μια θάλασσα που βγήκε στη στεριά», αναφώνησε η Πωλίν γουρλώνοντας τα μάτια. «Τι γυρεύει μια θάλασσα στη στεριά; Και πού να πηγαίνει το καράβι άραγε;».
Δεν έδωσα καμία απάντηση. Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά μου σαν σκιά ο Αιβαζόφσκι. Αυτός ήξερε καλύτερα από όλους να ζωντανεύει τις θάλασσες και τους ωκεανούς. Δε μίλησα. Μα ήθελα τόσο να της πω πως τα καράβια φτιάχτηκαν για να ταξιδεύουν. Ακόμα και αν οι θάλασσες κάποια στιγμή κλείσουν, αυτά θα συνεχίσουν τα ταξίδια τους. Πού πάει το καράβι; Εκεί που το σέρνει η ψυχή. Εκεί όπου το καλεί η μοίρα.
«Οι παπαρούνες μου αρέσουν», συνεχίζει να μονολογεί. «Έχουν έρθει μαζί με την Άνοιξη, ε;», με ρωτάει κοιτώντας με στα μάτια.
Ίσως είναι η Άνοιξη. Ναι, οι παπαρούνες είναι η Άνοιξη! Σπάνε το σκοτάδι ή του κάνουν νάζια, λέω από μέσα μου.
«Και αυτά τα λευκά που πέφτουν γύρω γύρω; Μοιάζουν με χιόνι. Ή μήπως είναι πεφταστέρια;».
Δεν ήθελα να μιλήσω για τις εντάσεις μεταξύ του μαύρου και του άσπρου. Πόσο άλλωστε να έθιγα το θέμα της γεωμετρίας σε έναν πίνακα.
«Θα μπορούσαν να είναι πεφταστέρια», άνοιξα επιτέλους το στόμα μου και είπα.
«Ναι, γιατί όχι; Πεφταστέρια!».
Αγκάλιασα την Πωλίν και βγήκαμε μαζί στον κήπο.
Ιωάννα Πιτσιλλή
Πίνακας : Μιχάλης Μιχαήλ