Γκρίζα ζώνη
Θάνος: Γεννήθηκε στην Αθήνα από αστική οικογένεια, σαν παιδί ήταν μοναχικός και αδιάφορος, μιλούσε λίγο και δεν παθιαζόταν με τίποτα. Στις σχέσεις του με τους συνομηλίκους δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες, ήταν ανασφαλής και έμοιαζε άτολμος. Οι συμμαθητές τον έβρισκαν βαρετό και τον απέφευγαν. Μεγάλωνε και άθελα του μέσα στο μυαλό του παγιωνόταν η πεποίθηση πως δεν ανήκε πουθενά.
Στην πρώτη λυκείου τον πήρε ο Λεωνίδας στην παρέα του. Μέχρι τότε δεν γνώριζε τίποτα για τα ψυχοτρόπα. Όταν του πρότειναν να κάνει χρήση δέχτηκε και αφέθηκε να βιώσει τη «διαφορετική εμπειρία». Είχε ανάγκη την καταξίωση έστω και αν την αντλούσε μέσα από την προσαρμογή του στους κανόνες της ομάδας.
Οι «κανόνες» ήταν να κάνουν χρήση, σε οποιαδήποτε ουσία, είτε νοθευμένη είτε όχι, τους προμήθευαν οι έμποροι. Στην αρχή διέθετε το χαρτζιλίκι του και μετά και τα χρήματα που είχε αποταμιεύσει. Αργότερα έκλεβε γονείς και αδέλφια και στη συνέχεια έκανε μικροκλοπές σε μαγαζιά. Χρειαζόταν να βρει χρήματα γιατί η ανάγκη για χρήση γινόταν έντονη και επιτακτική. Η παράνομη συμπεριφορά δεν άργησε να φέρει και την εμπλοκή με το νόμο. Η οικογένεια και η στάση από το περιβάλλον αποδυνάμωνε τις ενστάσεις και τις ενοχές του. Αντίθετα ενδυνάμωνε τη θετική στάση απέναντι στην παρανομία.
Σταδιακά είχαν αλλάξει οι πεποιθήσεις που αφορούσαν την παραβίαση των νόμων και εγκατέλειψε το σπίτι του. Τα επόμενα χρόνια τα έζησε στο δρόμο, ήταν περίπου είκοσι πέντε ετών, εξαθλιωμένος κοινωνικά και οικονομικά. Εκείνο το βράδυ όπως και κάθε βράδυ ήταν μέσα στα χαλάσματα σε έναν πεζόδρομο κοντά στο Μεταξουργείο. Ήταν τόσο αδύνατος που έμοιαζε σχεδόν εξαϋλωμένος, κουρελιασμένος και βρώμικος. Ήθελε απεγνωσμένα να τρυπηθεί διπλά στον αστράγαλο σε ένα ελάχιστο κενό που υπήρχε ακόμα.
Λουκάς: Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στη Λαμία. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι μορφωμένοι με έντονο ενδιαφέρον για τα παιδιά τους. Ο πατέρας αν και δούλευε σε άλλη πόλη δαπανούσε ποιοτικό χρόνο για να τους δώσει την απαραίτητη φροντίδα σε όλα τα επίπεδα. Ο Λουκάς ήταν ένα καλά προσαρμοσμένο παιδί, είχε πάρει αποδοχή και αγάπη από το οικογενειακό περιβάλλον. Είχε αναπτύξει συναισθηματικές δεξιότητες, είχε ευθυκρισία άλλα γενικά απέφευγε να γίνεται το επίκεντρο, χωρίς να είναι κοινωνικά απόμακρος.
Αποκτούσε σχέσεις με συνομηλίκους και στην εφηβεία είχε και τα πρώτα φλερτ που τον έκαναν ιδιαίτερα χαρούμενο. Οι γονείς και οι παππούδες σε αυτήν την οικογένεια δεν χρησιμοποιούσαν τα συνηθισμένα αθώα ψέματα για να κατευθύνουν τα παιδιά. Τους εξηγούσαν πως πρέπει να διαχειρίζονται το χρόνο και να αντεπεξέρχονται στις υποχρεώσεις τους.
Ο Λουκάς έχοντας πάρει τις σωστές κατευθύνσεις σπούδασε σε ανώτατες σχόλες πήρε δυο πτυχία και έκανε και ένα μεταπτυχιακό. Μεγαλώνοντας ήταν ένα ισορροπημένο άτομο που είχε αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούσαν, δούλευε όπου ήταν εφικτό έστω και εάν οι δουλειές ήταν κατώτερες των σπουδών του. Στα είκοσι έξι εργαζόταν σε λογιστικό γραφείο, ήταν γλεντζές και του άρεσε μετά τη δουλεία να κάνει μια έξοδο με τις παρέες του. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τους φίλους του και δεν αρνιόταν τις προσκλήσεις ειδικά από τους πιο κοντινούς.
Εκείνο το βράδυ κουβέντιασαν, γέλασαν, διασκέδασαν και ήπιαν πολλά μπουκάλια μπύρα. Ο Λουκάς τα κέρασε όλα, ξόδεψε ότι χρήματα είχε πάνω του και το πήρε με τα πόδια για να γυρίσει στο σπίτι. Έμενε τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα και γνώριζε καλά την περιοχή του Μεταξουργείου. Σκεφτόταν από ποια διαδρομή θα πάει πιο γρήγορα, έστριψε στον πεζόδρομο εκεί κοντά στα χαλάσματα.
Συνάντηση: Ήταν περασμένα μεσάνυχτα ο δρόμος ήταν έρημος και η απόσταση για το σπίτι ήταν μεγάλη, “αχ! οι μπύρες” σκέφτηκε ο Λουκάς. Είδε τα χαλάσματα σαν λύση στην αναγκαιότητα της στιγμής. Πέρασε προς τα μέσα ώστε να είναι αθέατος όταν άκουσε…
Θάνος – Φιλαράκι μπορείς να πας λίγο πιο πέρα; Δε με βοηθάς σε αυτό που κάνω. Έχεις κάνα τσιγάρο για μετά; Όταν τελειώσει η επίδραση να έχω κάβα για τη χαρμάνα.
Ο Λουκάς έντρομος γυρίζει για να δει, είναι σκοτάδι και δε φαίνεται από πού έρχεται η φωνή, η καρδιά του χτυπάει σαν τρελή. Γυρίζει και βλέπει ένα παιδί περίπου στην ηλικία του. Ήταν κάτω στο τσιμέντο με την πλάτη ακουμπισμένη στο μισογκρεμισμένο τοίχο και ήταν σε άθλια κατάσταση. Ανοίγει το πακέτο είχε τέσσερα τσιγάρα όλα κι όλα, δίνει τα δυο και ανάβει ένα, το παιδί παίρνει τα τσιγάρα….
Θάνος – Να προσέχεις, δεν είναι περιοχή για έναν κύριο όπως εσύ.
Λουκάς – Να είσαι καλά! δεν είμαι τόσο κύριος όσο φαίνομαι.
Θάνος- Βλέπεις το πόδι μου; είναι θέμα χρόνου να τελειώνω.
Λουκάς – Το ξέρω, μακάρι να μπορούσα κάτι άλλο, αυτά τα τσιγάρα έχω και από συμβουλές έχεις χορτάσει, λεφτά δεν έχω.
Θάνος– Να είσαι καλά! και καλό δρόμο να έχουμε και οι δυο.
Ο Λουκάς διάβαζε την Κυριακάτικη εφημερίδα του όταν είδε “νεκρό παιδί από υπερβολική δόση στη περιοχή του Μεταξουργείου”. Είχαν περάσει περίπου δυο μήνες από εκείνο το βράδυ.
Φωτοπούλου Παρασκευή