Αθανασία

Ήταν ένα νεαρό κορίτσι με τεράστια γαλάζια μάτια και καστανόξανθα μαλλιά στην ηλικία των είκοσι. Εξωστρεφής και καλόκαρδη από χαρακτήρα, λειτουργούσε σαν πόλος έλξης για τις παρέες ενώ η ιδία είχε ιδιαίτερη προτίμηση στα παιδιά από την συντροφιά του αδελφού της. Οι φίλοι του Αντώνη ήταν περίπου στην ηλικία της και ήταν όλοι πολύ αξιόλογα παιδιά. Συναντιόντουσαν πολύ συχνά είτε στα σπίτια τους είτε έξω στα μπαράκια και πάντα περνούσαν πολύ ευχάριστα. Σε αυτήν την παρέα ήταν και ο Δημήτρης που ήταν ζευγάρι με την Άννα.

Η Αθανασία συμπαθούσε πολύ τον Δημήτρη γιατί ήταν ευγενικός και περιποιητικός μαζί της και συνήθιζε να της κάνει όλα τα χατίρια. Το πιο συνηθισμένο που έκανε γι’ αυτήν ήταν να της αγοράζει τα αγαπημένα της γλυκά από την άλλη άκρη της Αθήνας. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την κάνει να νιώθει όμορφα, πρόσεχε κάθε μικρή λεπτομέρεια που την αφορούσε και ήταν σε κάθε ευκαιρία αθώα τρυφερός μαζί της. Ο καιρός περνούσε και ο Δημήτρης ερχόταν όλο και πιο κοντά στην Αθανασία. Υπήρχε κάτι στον τρόπο του που έδειχνε πως τα συναισθήματα του είχαν αλλάξει και πως δεν ήταν απλά φιλικός. Η Αθανασία ένιωθε από το βλέμμα του και από την στάση του όταν τον πλησίαζε ότι την έβλεπε ερωτικά. Ο Δημήτρης ήταν ένας γοητευτικός νέος άντρας που δεν περνούσε απαρατήρητος και το γεγονός ότι ήδη ήταν δεσμευμένος τον έκανε ακόμα πιο επιθυμητό.

Η Αθανασία, μικρή και εντελώς άπειρη είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται και αυτός καλλιεργούσε με το δικό του τρόπο αυτόν τον πλατωνικό έρωτα. Στα επόμενα δυο χρόνια συνεχίστηκε ακριβώς όπως είχε αρχίσει, οι δυο νέοι ήταν ερωτευμένοι μεταξύ τους αλλά κανένας δεν είχε το θάρρος να μιλήσει ειλικρινά και ανοιχτά στον άλλον. Αντάλλασαν μεταξύ τους βλέμματα που θύμιζαν φωτιά, αγγίζονταν τυχαία και οι καρδιακοί παλμοί ανέβαιναν, αλλά παρ’ όλα αυτά, βασίλευε η απόλυτη σιωπή. Ο Δημήτρης παρέμενε ζευγάρι με την Άννα και ας επιθυμούσε σαν τρελός την Αθανασία και η Αθανασία σεβόταν πάρα πολύ τη σχέση του Δημήτρη για να μπει ανάμεσα στο ζευγάρι.

Η απογοήτευση είχε φωλιάσει στην ψυχή της Αθανασίας. Είχαν περάσει δυο χρόνια και η ζωή της ήταν σε αδιέξοδο. Τίποτα δε φαινόταν να αλλάζει στη ζωή του Δημήτρη. Ήθελε να αποφεύγει τις συναντήσεις γιατί όταν τον έβλεπε με την Άννα, η θλίψη της μεγάλωνε και την έπνιγε. Μια μέρα, και αφού είχε περάσει ένας μήνας περίπου που δεν είχαν ιδωθεί, ο Δημήτρης εμφανίστηκε και της ζήτησε να συναντηθούν. Αν και ήθελε να της τα πει όλα από κοντά και με κάθε λεπτομέρεια, της εξήγησε ότι είναι ελεύθερος και να μην ανησυχεί, αυτό αρκεί.

Παρασκευή Φωτοπούλου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *