Ήρθες και με έβγαλες στο φως
Σκοτείνιασαν τα μέσα μου. Βράδιασε στην ψυχή μου, σαν μέρα που έχασε το φως της και νύχτωσε – δύοντας ο ήλιος της. Το σκοτάδι άπλωσε το μαύρο του χρώμα και με κύκλωσε, ορθώνοντας τείχη ψηλά γύρω μου που μοιάζουν ανυπέρβλητα. Ο απόηχος του κόσμου ίσα που φτάνει στα αυτιά μου σαν ψίθυρος, δίνοντας την εντύπωση ότι είμαι κάπου μακριά κι ας περπατώ μέσα στο πλήθος.
Τόση μοναξιά γύρω. Ώσπου ένα χέρι απλώνεται πλάι στο δικό μου και με πιάνει σφιχτά, αποφασιστικά. Με τραβά, με βγάζει από το σκοτάδι. Γκρεμίζει ένα ένα τα εμπόδια κι αφήνει το φως να γεμίσει το μέσα μου, να λάμψει η ψυχή μου.
Είσαι εσύ. Αυτός που κοίταξε τα μάτια μου, κολύμπησε στη μαύρη τους θάλασσα, πάλεψε με τα τέρατα που θέριευαν σε κάθε μου βλέμμα και τα νίκησε. Αυτός που άκουσε την καρδιά μου να χτυπάει ασθενικά και με ένα του φιλί την ανέστησε. Αυτός που με κράτησε να μην ξαναπέσω, γέμισε τη ζωή μου χαρά αγαπώντας με. Έτσι απλά, χωρίς να ζητήσει κάτι. Μόνο και μόνο για να με βλέπει να χαμογελώ.
Λίνα Κατσίκα