Εχεμύθεια
Ταπεινά, σαν άγγελος, θα πιω, θα βρέξω τα χείλη από το συντριβάνι του πόνου κι έπειτα θα ορίσω να κρατήσει η κοπέλα το συντριβάνι, ο ιππότης το ξίφος του κι εγώ τον πόνο. Θαρραλέα, όπως ο άνεμος που δε λυπάται το χώμα, θα σπάσω το συντριβάνι και θα ορίσω να κρατήσει η κοπέλα τα στολίδια της, ο ιππότης το άλογο του κι εγώ τον άνεμο. Μυστικά, με τον τρόπο της νύχτας, θα ζητήσω στον άνεμο να επιτίθεται τίμια κι έτσι να κρατήσει η κοπέλα τη γάτα της, ο ιππότης την ασπίδα του κι εγώ τη νύχτα. Και την αυγή, στο τέλος της μάχης, θα φύγει ο ιππότης, θα κοιμηθεί η κοπέλα, κι εγώ θα ξεκουραστώ.
Στο φως της αυγής θα τελειώσει η μάχη. Έτσι, θα κρατήσει η κοπέλα τη γαλήνη της, ο ιππότης την τιμή του, κι εγώ τα φτερά μου. Αφού πρέπει να κρατήσει η κοπέλα τη σιωπή της. Ο ιππότης την πανοπλία του κι εγώ την εχεμύθειά μου. Θα ανέβω στις κορυφές των βουνών, να πλησιάσω τον ήλιο, για να κρατήσει η κοπέλα την ομορφιά της, ο ιππότης το γεράκι του κι εγώ το φως. Αν ο ήλιος αρνηθεί, θα πέσω στις θάλασσες, για να κρατήσει η κοπέλα την ψυχή της, ο ιππότης το κάστρο του κι εγώ το σκοτάδι. Αν οι θάλασσες αρνηθούν, θα μπω στη γη, για να κρατήσει η κοπέλα το άρωμά της, ο ιππότης την ανδρεία του κι εγώ τη ζωή μου!
Πάνος Μαρούλης