Τα τακούνια της Κατίνας
Post Views: 3
«Και να που ήρθε η μέρα. Εκείνη η μέρα που μου είχες πει πως θα γυρίσεις. Και περίμενα και φτιάχτηκα
και στολίστηκα και έριξα και μπόλικη κολόνια. Αχ, εαυτέ μου!». Αχ, δόλια Κατίνα, που δυο – δυο κατέβηκες τα τριάντα σκαλοπάτια σου για να τον προϋπαντήσεις. Τα τακούνια σου ακούγονταν σαν ροκ ποίηση επάνω στο γυαλιστερό μάρμαρο. Και στάθηκες έξω από τον αυλόγυρό σου. Αμάξι άκουγες και κοβόταν η ανάσα σου. Τίναζες κάθε λεπτό τη σουφρωμένη φούστα σου.
Μα πού να ‘ξερες πως δε θα φανεί.
Όλη μέρα έκοβες βόλτες πάνω – κάτω στο στενό. «Θα φανεί Κατίνα, θα φανεί!», έλεγαν οι γειτόνισσες. Και η ελπίδα σου συνέχιζε να χορεύει. Μα έφθασε η νύχτα και ο κύριος πουθενά. Με σκυμμένο το κεφάλι μπήκες θλιμμένη μέσα στο σπίτι. Δάκρυα έτρεχαν ποτάμια, μα σημασία δεν τα έδινες. «Γιατί να με κοροϊδέψει;», σκέφτηκες. «Με μένα ήθελε να παίξει; Δεν του το ‘χα διόλου πως ήταν από τους άλλους. Εκείνους που έπαιζαν τις γυναίκες στα δάχτυλά τους».
Πέταξες τις γόβες σου, ούτε θυμάσαι πού, μα δυνατά! Έσυρες τα πρησμένα πόδια σου ως την κάμαρά σου. Έβγαλες με μια κίνηση τα ρούχα σου. Με το κομπινεζόν για νυχτικιά ξάπλωσες στο στρώμα σου. Καληνύχτισες τον εαυτό σου. «Καημένη μου Κατίνα, κάνε τα δάκρυα σου βροχή και πότισε τα λουλούδια της γης. Άλλη φορά, μάθημα να σου γίνει, λόγια από άντρα που περπατά μέρα – νύχτα να μην ξαναπιστέψεις».
Εύη Π. Γουργιώτη
Post Views: 3