Φόβος μπροστά στην αγάπη
Η Δανάη σαν παιδί αλλά και σαν έφηβη, έβλεπε με εμπιστοσύνη τους ανθρώπους. Ήταν καλοπροαίρετη και ανοιχτή χωρίς επιφυλάξεις, ταυτόχρονα όμως ήταν και έξυπνη και ευαίσθητη. Καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω της και συχνά ερχόταν σε δύσκολη θέση. Εξαιτίας όλων αυτών που αναγκαστικά αντιμετώπιζε, είτε στις προσωπικές είτε στις επαγγελματικές σχέσεις, περιοριζόταν σιγά σιγά ο ενθουσιασμός και η εμπιστοσύνη της. Τώρα σαν γυναίκα πια, έμοιαζε να έχει εξαντλήσει και το τελευταίο θετικό απόθεμα της καλής προαίρεσης του παρελθόντος. Ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει στο εγγύς μέλλον μια στάση επιφύλαξης και απόστασης προς όλους.
Πρωτοείδε τον Λεωνίδα ενώ στεκόταν έξω από την τράπεζα και είχε κουραστεί και τα νεύρα της ήταν τεντωμένα γιατί περίμενε επί είκοσι λεπτά. Αυτός την πλησίασε και την παρακάλεσε να του δώσει τη σειρά της. Εκείνη, αν και κουρασμένη και εκνευρισμένη, του παραχώρησε την θέση της. Εκείνος, την καθυστέρησε ελάχιστα και έτσι μπόρεσε να περάσει και να ταχτοποιήσει τις εκκρεμότητες της. Τον ξαναείδε την επομένη ήμερα και εκείνος της χαμογέλασε και της είπε ξανά “χίλια ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση”. Από εκείνη την πρώτη συνάντηση τον έβλεπε σχεδόν καθημερινά. Ο Λεωνίδας της χαμογελούσε και την καλημέριζε πάντα πολύ ευγενικά. Η Δανάη στο πλαίσιο της αδιάφορης στάσης που είχε ενστερνιστεί, ήταν πολύ μαζεμένη στην συμπεριφορά της και προς αυτόν.
Πέρασε έτσι αρκετός καιρός και το καλοκαίρι έφτασε στο τέλος του. Μια ήμερα καθώς προχωρούσε στον δρόμο προς την δουλειά της, έπιασε βροχή και δυνατός αέρας. Η Δανάη αναγκαζόταν να κάνει μανούβρες για να συγκρατήσει την ομπρέλα της. Λίγο πριν στρίψει την μεγάλη στροφή δε στάθηκε τυχερή. Η ομπρέλα γύρισε απότομα και χωρίς να προλάβει να δει έπεσε με φόρα πάνω σε κάποιον. Διαπίστωσε αμέσως ότι ήταν ο Λεωνίδας. Αυτή ανήσυχη και αγχωμένη και αυτός χαμογελαστός και καλοδιάθετος. Η Δανάη τον είχε χτυπήσει κατακούτελα και ντρεπόταν πολύ για την αδεξιότητα της. Εκείνος πάλι τη λυπόταν έτσι στενοχωρημένη όπως ήταν και της πρότεινε να πιουν παρέα μια ζεστή σοκολάτα.
Πραγματικά πήγαν, μάλιστα από τότε κάθε πρωί επαναλάμβαναν αυτήν τη συνάντηση για ένα καφέ ή μια σοκολάτα πριν πάνε στις δουλειές τους. Συναντιόντουσαν και είχαν πάντα θέματα να συζητήσουν, δεν έπλητταν ποτέ.
Είχε περάσει έτσι ένας μήνας και ο Λεωνίδας, αποφάσισε να της προτείνει, να βγουν και κάποιο βράδυ για φαγητό. Εκείνη διέβλεψε ότι η πρόθεση του δεν ήταν απλά φιλική. Σκέφτηκε ότι όλον αυτόν τον καιρό προετοίμαζε το έδαφος για να την πλησιάσει με σκοπό μια ερωτική σχέση. Αυτό την άγχωσε και προσπαθούσε να τον αποφύγει με κάθε τρόπο. Έφευγε νωρίτερα από το σπίτι της για να μην πέσει πάνω του και άλλαζε δρόμους για να φτάσει στην δουλειά της. Επέμενε να σκέπτεται συνεχώς τι να κάνει για να χάσει τα ίχνη της. Ήταν αστείο γιατί αυτός ήξερε πού δούλευε και το πιθανότερο ήταν πως αργά ή γρήγορα θα την επισκεπτόταν εκεί. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη συνέχιζε να έχει αυτήν την αντίδραση.
Όσο η πρόθεση του Λεωνίδα ήταν φιλική αυτή ένιωθε ήσυχη αλλά στην προοπτική μιας ερωτικής σχέσης αγχωνόταν. Το παράξενο ήταν πως συμπαθούσε το Λεωνίδα και ίσως να μην τον έβλεπε και εντελώς φιλικά. Αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που τη φόβιζε τελικά. Μήπως τον πλήγωνε, ή μήπως την πλήγωνε αυτός; Μήπως οι άνθρωποι φοβούνται την αγάπη;
Παρασκευή Φωτοπούλου