Φύλακας Άγγελος
Έμεινε ορφανός δέκα χρονών και από τότε άρχισε να δουλεύει όπου ήταν δυνατό. Με τον θάνατο του πατέρα του είχε τελειώσει και η ευτυχία της παιδικής ηλικίας. Τα επόμενα χρόνια της ζωής του, ήταν γεμάτα από βαρύ πένθος και φτώχια. Έτσι δύσκολα συνεχίζονταν τα πράγματα μέχρι και που απολύθηκε από φαντάρος. Τότε η μάνα του αποφάσισε να τον στηρίξει για να ξεκινήσει μια δική του δουλειά. Πρώτα πούλησε ένα μικρό λιοστάσι που είχαν για το λάδι τους, στο χωριό. Μετά τσόνταρε κάτι λίγα χρήματα που αποταμίευαν από καιρό. Τέλος έβαλε υποθήκη το σπίτι τους για να πάρει δάνειο από την τράπεζα. Έτσι με πολύ προσωπική δουλειά και σωστή διαχείριση, κατάφεραν και έστησαν το «Καφενείο των φίλων». Ένα μικρό καφενεδάκι κοντά στην μεγάλη πλατεία, δίπλα στο δημαρχείο. Ο Ηλίας δεν είχε ζήσει ξανά τόση χαρά, είχε δική του δουλειά αυτό δεν μπορούσε ούτε να το ονειρευτεί. Με την μάνα στο πλευρό του, ένιωθε ασφαλής και ήσυχος. Όλη την ώρα χαμογελούσε και ακούραστα εξυπηρετούσε μέσα και έξω από το καφενείο.
Ο Ηλίας συνέχιζε πάντα με το ίδιο χαμόγελο παρότι είχαν περάσει πολλά χρόνια από το ξεκίνημα του σαν καφετζής. Σε αυτά τα χρόνια ξεπλήρωσε το δάνειο, επέκτεινε το καφενείο του αγοράζοντας και το διπλανό κτίριο, έτσι διπλασίασε τον χώρο του. Σκεφτόταν να ζούσε η μητέρα του, να τον καμαρώνει που έκανε προκοπή και έγιναν όλα όπως επιθυμούσε. Αν και μελαγχολούσε από την απώλεια της, συνέχιζε πάντα ακούραστα να προσπαθεί. Παρά το γεγονός ότι έβγαζε με πολύ κόπο τα χρήματα που χρειαζόταν, χαιρόταν που ήταν αφεντικό του εαυτού του. Συναναστρεφόταν καθημερινά με πολύ κόσμο και έτσι γνώρισε και την γυναίκα του. Ο Ηλίας έκανε την οικογένεια του και μεγάλωσε και σπούδασε δυο παιδιά. Γενικά είχε ταχτοποιήσει την ζωή του με τίμιο και αξιοπρεπή τρόπο ενώ ήταν πλέον, εξήντα τριών ετών. Σε λίγα χρόνια θα έβγαινε επιτέλους στη σύνταξη και όλοι τον πείραζαν. Σε αυτά τα χρόνια ο Ηλίας πρόσεχε και βοηθούσε εκείνους που είχαν ανάγκη. Ένας από αυτούς ήταν και ο Αργυρής ο λαχειοπώλης.
Ο Αργύρης επέστρεφε από την γύρα στο καφενείο και πάντα ο Ηλίας αγόραζε όσα λαχεία μπορούσε για να τον ξαλαφρώσει. Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια και χωρίς ο ίδιος να έχει κίνητρο το κέρδος . Ο λαχειοπώλης ήρθε πάλι αλλά αυτή την φορά φερόταν περίεργα. Έκανε κάτι νοήματα στον Ηλία σαν να προσπαθούσε να πει κάτι κρυφά. Τον πλησίασε και σχεδόν στο αυτί, του είπε να μιλήσουν κάπου άλλα χωρίς αδιάκριτα βλέμματα. Πραγματικά πήγαν προς τα πίσω και τότε του αποκάλυψε ότι είχε κερδίσει τον πρώτο αριθμό. Πιο συγκεκριμένα του μίλησε για ένα ποσό ‘’ασύλληπτο’’. Ο Αργύρης σημείωνε τους αριθμούς και γνώριζε ποιος κέρδιζε. Ο Αργύρης έτρεξε να φέρει νερό και ο Ηλίας ακούμπησε στην καρέκλα, τα πόδια του έτρεμαν.
Τα χρήματα ήταν υπερβολικά πολλά, ο Ηλίας με την βοήθεια δικηγόρου, τα είχε καταθέσει στο βιβλιάριο του. Παράλληλα είχε ζητήσει από τον Αργύρη να μην μιλήσει ποτέ σε κανέναν γι αυτό. Αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ, κάθισε σκέφτηκε και πήρε τις αποφάσεις του. Δεν θα άλλαζε ούτε την ζωή του, ούτε την δουλειά του, θα συνέχιζε κανονικά όπως ήταν ακριβώς και πριν τα κέρδη. Επίσης δεν θα αποκάλυπτε ποτέ σε κανέναν, ούτε καν και στην οικογένεια του, ότι ήταν πλούσιοι. Τι θα έκανε; Θα δημιουργούσε ευκαιρίες εξέλιξης, θα στήριζε τους αδύνατους, θα προστάτευε τα ορφανά παιδιά, θα φρόντιζε τους αρρώστους. Αυτό θα το έκανε με την βοήθεια δικηγόρων και άλλων εξειδικευμένων ανθρώπων, διαφορετικών ειδικοτήτων . Είχε υπ όψιν του πολλούς που είχαν ανάγκη, άνθρωποι κοντινοί ή λίγο πιο μακρινοί. Θα μπορούσε αθόρυβα να βοηθήσει όποιον χρειαζόταν. Με τον ίδιο τρόπο θα βοηθούσε και τα παιδιά του. Πίστευε ακράδαντα ότι τα παιδιά έπρεπε να πατήσουν στα δικά τους πόδια και όχι να γίνουν τεμπέληδες νεόπλουτοι.
Όσο για τον ίδιο σκεπτόταν να προσφέρει ένα δώρο σε αυτόν και την γυναίκα του, να κάνουν ένα ταξίδι στην Ανδαλουσία, αλλά αυτό μπορούσε να περιμένει. Πρώτη προτεραιότητα ήταν γι’ αυτόν η φροντίδα των ορφανών και των κατατρεγμένων. Έτσι και έγινε, ο Ηλίας έστεργε αλλά πάντοτε μυστικά, κανένας δεν καταλάβαινε ότι πίσω από την ανέλπιστη βοήθεια ήταν αυτός. Έμοιαζε φύλακας Άγγελος με τεράστιες λευκές φτερούγες που αγκάλιαζαν νοερά, όλους τους πονεμένους.
Παρασκευή Φωτοπούλου