Ο ακροβάτης

Σαν δεν του έφτανε του ακροβάτη το σκοινί, πήρε να βαδίσει πάνω σε μια κλωστή.
Κι όταν είδε πως και σ’αυτήν μπορεί να ισορροπήσει τότε έπιασε να βαδίσει στο μαχαίρι.

Λαβώθηκε απ’ το μαχαίρι μα δεν του έφτασε κι αυτό, και άρχισε να περπατά πάνω σε ένα γυμνό καλώδιο. Τινάχτηκε και παραλίγο να πεθάνει μα ήθελε να βαδίσει και σε ένα συρματόπλεγμα.

Το συρματόπλεγμα τον τραυμάτισε πολύ και τότε του είπανε πως άλλο δεν πάει, για καλό του, θα πρέπει να βαδίζει στη γη.

Και πάτησε το πόδι του στη γη ο ακροβάτης και άρχισε να κλαίει γοερά. Φοβόταν αυτή του την περπατησιά, δεν την ήξερε καθόλου.

Κοίταξε όλες του τις πληγές τις αγκάλιασε σφιχτά και άφησε την τελευταία του πνοή στο χώμα που πατούσε.

Τον είδαν κάποιοι έπειτα να ισορροπεί πάνω σε ένα σύννεφο. Χαμογελούσε είπαν.

Εύα Κοτσίκου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *