Χωριστές διαδρομές

Σ’ ένα κρεββάτι πόνου και λύπης, να θυμάται ο άρρωστος Νώντας το νέο και ακμαίο εαυτό του, δίπλα στη μοναδική γυναίκα που ένιωσε ποτέ ξεχωριστός και αφάνταστα ελεύθερος.

Σαν από ταινία πέρασαν οι λίγες αλλά ανεκτίμητες στιγμές του μαζί της. Η Πέρσα να του γελάει σαν μικρό παιδί, να τον αγκαλιάζει με λαχτάρα, να του μιλάει μ’ ενθουσιασμό, να τον χαϊδεύει τόσο ζεστά, να τον κοιτάζει με απίστευτη λατρεία, να του ψιθυρίζει λόγια πολυπόθητα, ακριβά ακόμη και στις πιο κρυφές τους ώρες.

Κόλαση κάθε ώρα μακριά της, παράδεισος κάθε λεπτό κοντά της. Μπροστά σε κόσμο να υποκρίνεται τον τυπικό γνωστό με αφάνταστη δυσφορία και υποκρισία και να εύχεται να γινόταν ένα θαύμα και όλοι να τους υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες.

Ανήκουστο για εκείνα τα χρόνια. Πού ακούστηκε γυναίκα με βέρα στο δεξί και μάνα επίσης, να συνδέεται με άντρα μικρότερό της, έστω και λίγα χρόνια; Ο εξευτελισμός και ο διωγμός θα ήταν το χειρότερο σενάριο που θα μπορούσε να συμβεί και δεν το άξιζε αυτό η Πέρσα του. Εκείνος το ήξερε πως άντεχε πολλά, ήταν σκληρό καρύδι, ελεύθερο, άγριο αγρίμι και ατίθασο. Μόνο η Πέρσα κατάφερε και τον εξημέρωσε μ’ έναν τρόπο απερίγραπτο. Από την πρώτη στιγμή που έπεσε η ματιά της επάνω του, τυχαία στο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού. Λύθηκε στο χορό εκείνο το βράδυ ο Νώντας, γνωρίζοντας εξαρχής ασυνείδητα, πως η καρδιά του θα δενόταν για πάντα μαζί της. Θα τα έβγαζε για χάρη της πέρα με όλα τα θεριά της γης, ήξερε από δαύτα, από το ίδιο υλικό ήταν φτιαγμένος κι εκείνος. Όμως δεν θ’ άντεχε να δει την αγάπη τους τσακισμένη από τον ανελέητο πόλεμο του κόσμου. Κι έτσι, μια μέρα την απαρνήθηκε, λέγοντάς της πως θα παντρευτεί την Ανθή Μυτιληναίου, γνωστή και περιζήτητη νύφη σε όλο το νησί.

« – Σου εύχομαι ν’ ανθίζει η αγάπη σε όλη σας τη ζωή και ας μαραίνεται στη σκέψη σου μια αθώα ψυχή », του είπε με τρεμάμενη σπασμένη φωνή, αποχαιρετώντας τον σιωπηλά η Πέρσα. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι, προσπαθώντας να κρύψει τη λαχανιαστή του ανάσα που πάλευε να σταθεί ήρεμη μπρος το θηρίο της απώλειας που ερχόταν και οι σφιχτές γροθιές του τιθάσευαν λίγο την ένταση που είχε κυριεύσει το μυαλό και το σώμα του.

Ο γάμος έγινε ένα μήνα μετά, με γλέντι μεγάλο. Στο γάμο, καλεσμένη η Πέρσα,να στέκεται αντίκρυ του σε όλο το μυστήριο και να τον βλέπει με γυάλινα μάτια, απρόσωπα κι ανέκφραστα. Εκείνος να κοιτάζει το χέρι του μαγνητισμένος και στη συνέχεια με σιγουριά το δικό της. Είχαν πλέον κάτι κοινό˙ ένα χρυσό κρίκο στο παράμεσο δάχτυλό τους. Μία τελευταία της ματιά, μια ψιθυριστή ευχή, μια άνευρη χειραψία κι από τότε δεν την ξαναείδε. Έφυγε από το χωριό μαζί με την οικογένειά της.

Κάθε του σκέψη σε όλα τα χρόνια ήταν μαζί της. Είχε την έγνοια της. Πώς ήταν. Αν ζούσε καλά. Αν ένιωθε ευτυχισμένη. Κι ας ζούσε στο δικό του γάμο. Κι ας πορευόταν στο δρόμο της δικής του επιλογής. Με τις θυσίες και τις υποχωρήσεις, με τις πολλαπλές μάσκες που έγιναν δεύτερο δέρμα του από τις αλόγιστες φορεσιές.
Πολλές φορές το σώμα ζει ξέχωρα από την ψυχή, σε σιωπηλή παράλληλη πορεία. Δεν θα μάθαινε ποτέ πώς περνούσε εκείνη όπως και η ίδια δεν θα γνώριζε πως εκείνος θυσίασε την σχέση τους για να ζήσει η αγάπη τους.

Και να που τα χρόνια πέρασαν σαν τρεχούμενο νερό κι ένας κρυφός λυγμός να μένει δεμένος σαν κόμπος στο λαιμό, που λυνόταν μόνο σε νύχτες σκοτεινές ή ανήλιαγες ημέρες, τις αβάσταχτες εκείνες στιγμές που το μυαλό δεν άντεχε άλλο να σέρνει ασταμάτητα τα γρανάζια του.

Σ’ ένα κρεββάτι του πόνου να στέκει τώρα αγέρωχη η φθορά της σάρκας και να δίνει την σκυτάλη στο αιώνιο της ψυχής διατηρώντας ζωντανή την μοναδική αγάπη που ένιωσε και περνάει στην αθανασία.
Μονάχα εκεί θα βρει την λύτρωση, την χαμένη πληρότητα και την κλεμμένη του ζωή.

Ένα αργό κλείσιμο των ματιών. Ένα αθόρυβο θρόισμα μιας τελευταίας ανάσας. Ένα απαλό γύρισμα του άψυχου λαιμού στο πλάι.
Σιωπή.

Ζωή Παπατζίκου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *