Πάω εκεί που αγαπώ

Τον συναντώ κάθε μέρα την ίδια πάντα ώρα, στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Εγώ με το τσιγάρο στο στόμα και με το αριστερό χέρι βιδωμένο στο βολάν επάνω. Οδηγώ για τη δουλειά. Όπως κάθε μέρα. Η Καρδιά ζητάει να μας πάω κάπου αλλού αλλά η Λογική σταματάει την όποια νοερή μας σκέψη για απόδραση. Πάντα ο ίδιος διαπληκτισμός. Ένας καβγάς ανάμεσα στο Πρέπει και στο Θέλω. Καμιά φορά η Λογική είναι τόσο κοντά στο να υποκύψει. Τόσο κοντά…

Οι μάχες που διεξάγονται στο κεφάλι μου μέσα, παύουν με τρόπο μαγικό κάθε που παίρνουμε την πρώτη έξοδο αριστερά από τον κυκλικό κόμβο μόλις πέντε λεπτάκια από τη δουλειά. Στρίβοντας το τιμόνι έχουμε όλες που λες καρφωμένα τα μάτια μας στην αριστερή μεριά του δρόμου. Και περιμένουμε. Και τον αναζητάμε με το βλέμμα.

Είναι καθισμένος σε ένα παλιό λευκό πέτρινο σηματοδότη. Έχει στο πλάι του μια παλιά καρό τσάντα από αυτές που κουβαλάει ο κόσμος για τα ψώνια του στις λαϊκές.

Φοράει σκούρο γκρι παντελόνι, φρεσκοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο με ένα μπορντό μαντήλι στο αριστερό τσεπάκι μέσα να θέλει να κάνει τη διαφορά. Και πιστεύω πως ναι την κάνει την διαφορά και του ταιριάζει απόλυτα. Δεν ταιριάζει άλλωστε σε όλους μια ποσετ (όπως την ονομάζουν οι Γάλλοι). Έχω διαβάζει πρόσφατα το εξής: Το μαντήλι δεν είναι για μετριότητες… για να το φορέσεις αξιοπρεπώς, θα πρέπει να το στηρίζεις!  Εκφράζει τα άκρα… την ελαφρότητα και τον έντονο δυναμισμό μαζί! Και είναι αυτό άλλωστε που εκπέμπει το όλο παρουσιαστικό του. Μια ελαφρότητα και έναν έντονο δυναμισμό συνάμα.

Έχει τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος μπροστά και τα μάτια καρφωμένα στον αυτοκινητόδρομο. Είναι προφανές πως κάτι περιμένει. Και πως κάπου θέλει να μεταβεί. Την ίδια ώρα ,κάθε μέρα, στο ίδιο σημείο.

Αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι το περήφανο βλέμμα του. Θα έχει περάσει προ πολλού τα εβδομήντα χρόνια. Είναι όμορφος όμως. Πολύ όμορφος με το σκούρο γκρι παντελόνι, το φρεσκοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο και με τη μπορντό ποσετ του. Μια αρχοντική πέρα για πέρα φυσιογνωμία που μπορεί να μοιάζει παράταιρη μέσα στο όλο σκηνικό. Μέσα σε λωρίδες κυκλοφορίας, φανάρια και κόρνες αυτοκινήτων. Μέσα σε ανθρώπινες φιγούρες που κρατάνε τιμόνια, ακούνε ραδιόφωνο, καπνίζουν κοιτάνε τα ρολόγια τους και ξεφυσάνε πριν καλά καλά η μέρα αρχίσει. Ίσως οι άνθρωποι αυτοί να αμφιταλαντεύονται όπως και εγώ ανάμεσα στα δικά τους Πρέπει και Θέλω, σκέφτομαι.

Δεν ξέρω που πάει ο παππούλης με το σκούρο γκρι παντελόνι, το λευκό πουκάμισο το μπορντό σικάτο μαντίλι και την καρό τσάντα λαϊκής.

Ξέρω ότι η εικόνα που βλέπουμε με τη Λογική και την Καρδιά κάθε πρωί μας γαληνεύει. Γιατί είναι διαφορετική. Γιατί έρχεται και στολίζει με δαντέλες πολύχρωμες τον πρωινό μουντό καμβά μας.

Ξέρω ακόμα ότι η περηφάνια στο βλέμμα του ασκεί πάνω μας μια γοητεία περίεργη με άρωμα παλιό, από κόσμους πιο όμορφους και πιο αληθινούς.

Θαυμάζω αυτό το βλέμμα του. Τον τρόπο που περιμένουνε τα μάτια του. Τη λαχτάρα του.

Μα πιο πολύ θαυμάζω αυτό που μου φωνάζει η εικόνα του.

Αυτό το : Ξέρω που πάω!

Πάω εκεί που αγαπώ !

Ιωάννα  Πιτσιλλή

Πηγή : L.A Voice, Larnaca’s Alternative Free Press

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *