Γόβες σαν της Μέριλυν
Η κηδεία της Ελπίδας είχε μεγάλη επιτυχία παρ’ όλη την πανδημία. Άλλωστε τα τραγικά γεγονότα που θα μπορούσαν να φτάσουν στις ειδήσεις αποτελούν πόλο έλξης τόσο για φίλους και συγγενείς, αλλά και για γείτονες και γνωστούς που είναι από αυτούς που βλέπεις να λένε στην κάμερα, με το «όφωνο» στα μούτρα και τον σοβαρό, συνοφρυωμένο ρεπόρτερ να γνέφει καταφατικά στη δήλωση: “Βρίσκομαι σε κατάσταση σοκ κι εγώ και όλη η γειτονιά. Μα φαινόταν τόσο ευτυχισμένη οικογένεια. Δεν τους έλλειπε τίποτα. Αγαπημένοι και μονοιασμένοι. Ποιος ξέρει γιατί το έκανε… άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου… “
Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν περίμενε να ανακαλύψουν o Ηλίας με την Κωνσταντίνα την Ελπίδα να κοιμάται για πάντα με το κινητό στο χέρι. Έλεγαν στις ειδήσεις πως μάλλον το μετάνιωσε και αποφάσισε να ζήσει, αλλά έχασε τις αισθήσεις της και δεν πρόλαβε να ειδοποιήσει. Ή δεν είχε αποφασίσει να ειδοποιήσει και το σκεφτόταν. Κανείς δε θα μάθει. Ένα χρωματιστό κουτάκι συνταγογραφούμενα ηρεμιστικά ήταν ανοιχτό δίπλα της στο κομοδίνο και 2 ασημί αλουμινένιες καρτελίτσες των 12 δισκίων των 60 mg εκάστη άδειες στο πάτωμα.
Ο Δημήτρης επέλεξε να σταθεί σε κάποια απόσταση από το ανθρώπινο μαυροφορεμένο κουβάρι. Φόραγε το μαύρο του παντελόνι και μαύρο πουκάμισο κι ένα κόμπο στο λαιμό. Το μοδάτο ακριβό γυαλί ηλίου πρόδιδε τη νεαρή ηλικία του. Άφησε και τον πατέρα του στο φαρμακείο για να παρευρεθεί. Κανείς δεν τον ήξερε, βέβαια, και ίσως αν το σκέφτονταν οι παρευρισκόμενοι δεύτερη φορά, να αναρωτιόντουσαν τι δουλειά έχει ένας άγνωστος νεαρός άντρας στην κηδεία της όμορφης 45χρονης Ελπίδας, μητέρας της 12χρονης Κωνσταντίνας και σύζυγος του 45χρονου Ηλία Παπαδόπουλου, όπως με έμφαση ανέφερε ο ρεπόρτερ. Τον Δημήτρη τον στοίχειωναν υποθετικές εικόνες με την Κωνσταντίνα αποσβολωμένη μπροστά στο θέαμα να της έχει πέσει από το χέρι το σακίδιο του φροντιστηρίου στο πάτωμα και να της έχει κοπεί η ανάσα, ενώ σιωπηρά δάκρυα τρέχανε από τα μικρασιάτικα εκφραστικά μάτια που κληρονόμησε της μάνας της, και τον Ηλία να έχει γονατίσει δίπλα στην Ελπίδα και να την ταρακουνάει βίαια από τους ώμους φωνάζοντάς της να ξυπνήσει, αρπάζοντας απεγνωσμένα παράλληλα το κινητό του για να καλέσει τις πρώτες βοήθειες…
«Θεέ μου, τι έκανα…» δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται ξανά και ξανά ο Παναγιώτης. «ΤΙ ΕΚΑΝΑ. Εγώ τη σκότωσα… εγώ…» Γυρνούσε στο μυαλό του διαρκώς η τελευταία τους συνάντηση στο φαρμακείο. Είχε μπει μέσα ντυμένη και βαμμένη στην πέννα, όπως πάντα, και λίγα πρόδιδαν την ηλικία της. Προικισμένη από τη φύση, πάντα της έμοιαζε δέκα χρόνια νεότερη.
-
‘Έλα, ρε μωρό… αφού ξέρεις τι κόλλημα έχω μαζί σου. Θα μου κάτσεις επιτέλους; Πόσα χρόνια να σε παρακαλώ πια. Πόσα;
-
Μητσάκο, κόφ’ τις αηδίες πλέον, άντε, σύνελθε και ασχολήσου με την γκόμενα. Μάνα σου θα μπορούσα να είμαι.
-
Αφού είσαι φωτιά και λαύρα, ρε μπέιμπι, τι να κάνω; Δεν μπορώ, μ’ αρέσουν οι μεγαλύτερες. Σ’ έχω απωθημένο σαράντα χρόνια τούρκικα.
-
Ακριβώς! Ρε βλήμα, σου έκανα μάθημα από την πέμπτη δημοτικού μέχρι που τελείωσες το σχολείο! Ξεκόλλα πια!
-
Δε θέλω! Εγώ εσένα θέλω!
-
Κοίτα ρε…. Ρε! Μεγάλωσες πια, άσε τις μπούρδες! Ολόκληρος φαρμακοποιός είσαι! Σε τρέχουν οι γκόμενες από πίσω!
-
Τις φτύνω όλες για πάρτη σου. Έλα… θα μου φέρεις τίποτα υλικό… ξέρεις…
-
Ουφ…. τι θες πάλι Δημήτρη…
-
Έλα… φέρε ό,τι έχεις… κάνα βρακάκι… κάνα σουτιενάκι πρόστυχο… Κάτι να ‘χω να δουλέψω με το γκομενάκι… όπως τις άλλες φορές;
-
Αμάν, ρε Δημήτρη….
-
Ξέρεις εσύ… έχω κόλλημα με τα πόδια… στείλε καμιά γοβίτσα, καμιά καλτσοδέτα φορεμένη… κι εγώ θα σε κανονίσω όπως πάντα.
Η συνταγή της Ελπίδας για τα φάρμακα είχε τελειώσει προ καιρού πια. Ο γιατρός της είχε πει να τα μειώσει και να τα κόψει σταδιακά προς αποφυγή εθισμού. Αλλά δε γινόταν. Δεν μπορούσε. Η πραγματικότητα ήταν ο εχθρός της. Δεν την έβγαζε χωρίς τα ηρεμιστικά, τα αγχολυτικά, τα… τα… τα… κρίσεις πανικού την καταλάμβαναν και ενώ τις έκρυβε καλά, στην πραγματικότητα το μαύρο θεριό της κατάθλιψης την είχε χώσει ολόκληρη στο στόμα του όπως το φίδι το ποντίκι και σε κάθε της κίνηση την κατάπινε όλο και περισσότερο.
-
Ντάξει ρε, θα σε κανονίσω… έχω κάτι κατά νου. Μη νοιάζεσαι… θα έχεις σύντομα πράμα να το δουλέψεις το αντικείμενο. Θα σε φτιάξω.
-
Έτσι μπράβο, μωρό.
-
Λοιπόν, λέγε τώρα… τι έχουμε;
Ο Δημήτρης κοίταξε πάνω από το κεφάλι της προς το μέρος της πόρτας συνωμοτικά, δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλος του. Όχι, δεν ερχόταν κανείς. Έβγαλε από το συρτάρι μια σακούλα φαρμακείου παραγεμισμένη με πολύχρωμα κουτάκια.
-
Για σένα, ρε. Μόνο για σένα. Κοίτα μην τα πάρεις όλα μαζί και με κυνηγάνε.
-
Μην είσαι ανεγκέφαλος, δε θέλω να πεθάνω, έχω και ένα παιδί. Αλλά δεν τη βγάζω. Ξέρω πως να τα πάρω, μη σε νοιάζει, δεν είμαι και καμιά χτεσινή.
-
Ξέρω, ξέρω.
Όλη αυτή την ώρα η Ελπίδα είχε καρφωμένα τα μάτια της με το τέλειο eye liner και τις έντονες βλεφαρίδες στα χέρια του Δημήτρη που κρατούσαν την πλαστική τσαντούλα με τα κουτάκια και μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε αδιόρατα από το πίσω μέρος του μυρωδάτου λαιμού της προς την κάτασπρη πλάτη της. Τα δάχτυλά της έπαιζαν και μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν σε αναμονή της σακουλίτσας. Τα τέλεια φρέσκα χείλια της σφίγγονταν με αγωνία. Επιτέλους την έσπρωξε προς το μέρος της στην απέναντι πλευρά του πάγκου, ακουμπώντας πονηρά το δείκτη του στο δικό της χέρι. Ακούστηκε το ηλεκτρονικό καμπανάκι. Έμπαινε κόσμος.
-
Ευχαριστώ! Είπε βιδώνοντας ένα νευρικό χαμόγελο η Ελπίδα. Καλή συνέχεια.
-
Θα περιμένω, της ψιθύρισε εκείνος. Και μετά δυνατά: Εγώ ευχαριστώ. Περαστικά.
Η ώρα πέρασε και οι τεθλιμμένοι που είχαν παρευρεθεί διαλύονταν σιγά σιγά, συλλυπούμενοι με τη σειρά πατέρα και κόρη που κρατούσαν καρφωμένο το βλέμμα στο ελαφρύ κι αφράτο χώμα μπροστά τους σαν χαμένοι. Ο Δημήτρης ούτε που σκέφτηκε να το κάνει. Ήταν εκεί απλά από τύψεις. Ήθελε να είναι εκεί. Ένιωθε ότι της χρωστούσε τουλάχιστον αυτό… κάποιοι τον κοίταξαν διερευνητικά φεύγοντας και αυτό τον έτρεψε σε άτακτη φυγή. Γύρισε την πλάτη και, σχεδόν σκουντουφλώντας, κατευθύνθηκε προς το κάμπριο.
Όταν έφτασε σπίτι, ξεφύσησε με κόπο και πέταξε τα κλειδιά και τα γυαλιά ηλίου στο τραπεζάκι του μίνιμαλ σαλονιού. Δεν το πίστευε ακόμα. Η Ελπίδα πάει. Έφυγε. Για πάντα. Όπως η ελπίδα της.
Τρίβοντας το μέτωπο το σε ένδειξη απόγνωσης, κατευθύνθηκε προς το ψυγείο για μπύρα. Κάτι έπρεπε να πιει. Τον διέκοψε το κινητό.
-
Κύριε Αποστολίδη, είμαστε από κούριερ. Έχετε δέμα, είστε μέσα;
Ήταν.
Υπέγραψε ηλεκτρονικά στην οθονίτσα και παρέλαβε το κουτί. Η πόρτα έκλεισε πίσω του και μπερδεμένος πήγε και έπεσε σαν σακί στον καναπέ να ανοίξει το δέμα του.
Καθώς έσκιζε το περιτύλιγμα, τον γαργάλισε ηδονικά στη μύτη ένα έντονο άρωμα. Το περιεχόμενο ήταν αρωματισμένο. Το στομάχι του σφίχτηκε. Ξεροκατάπιε. Τα χέρια του άρχισαν να σιγοτρέμουν. Όχι. Δε γίνεται…
Το κουτί παπουτσιών το άνοιξε διστακτικά αλλά και λαίμαργα συνάμα.
Ήταν ένα σετ κάλτσες μεταξωτές με δαντέλα στο μπούτι. Αρωματισμένες.
Και γόβες στιλέτο μαύρες. Σαν της Μέριλυν.
Νίκη Τσαλίκη