Ένα παλτό γεμάτο από ξέμπαρκα συναισθήματα

Κάθεσαι και μετράς ώρες και ήχους.

Μετράς, μόνο μετράς. Δεν έχει μείνει τίποτα άλλο να κάνεις.

Όταν φτάνεις να υπολογίζεις τις κινήσεις και τις αντιδράσεις σου, δε ζεις.

Αντί να αφήσεις τα συναισθήματά σου να ξεχυθούν και να παρασύρουν εσένα και τους γύρω σου, ψάχνεις μεγάλα κουμπιά για το παλτό σου. Τόσο, που να μην επιτρέπουν να ανοίγει εύκολα, να κουμπώνει δύσκολα, να μην αποκαλύπτει το “μέσα” σου.

Ένα κουμπωμένο παλτό η ζωή σου…

Τι και αν ο ήλιος έδωσε τη θέση του στη συννεφιά, τι και αν τα παιδιά παίζουν στους δρόμους, τι και αν το φεγγάρι αργεί να βγει τη νυχτερινή του βόλτα και ο ουρανός χρωματίζεται σαν να πήρε φωτιά;

Εσύ, εκεί, στο κουμπωμένο σου παλτό.

Να μην μπορέσει κανείς να διακρίνει το “μέσα” σου!

Ώρες ώρες αναρωτιέσαι αν αισθάνθηκες ποτέ σου.

Μα είναι δυνατόν να μη σε αγγίζει τίποτα;

Ρωτάς εσένα και απάντηση καμία.

Πριν φορέσεις το παλτό της αδιαφορίας και της απόγνωσης, ένιωθες.

Υποθέτεις πως ένιωθες.

Μα έπρεπε να παίξεις καλά εκείνο το παιχνίδι που αρέσει στους ανθρώπους.

Ερωτεύτηκες…

Μα έκανες το λάθος να το δείξεις.

Και οι άνθρωποι όταν «κατακτούν» το αντικείμενο του πόθου τους επαναπαύονται.

“Δεδομένη”, έτσι σε ονόμασαν.

Εύκολη λεία χωρίς κανένα ενδιαφέρον και εσύ εκεί, βουρ για τα “δύσκολα”.

Δεν έπαιξες σωστά, σου λένε!

Για αυτό μην παραπονιέσαι.

Οι άνθρωποι, συνήθως δεν εκτιμούν αυτά που έχουν, και αυτά που λένε πως κάτι το μετρούν όταν το χάσουν, είναι απλά θεωρίες.

Συναισθήματα!

Μα θύμα τους τελικά, όρισες τον εαυτό σου και άφησες εκείνα να σε ορίσουν.

Σημαδεύτηκες.

Μα μπορούν άραγε οι σκέψεις και οι κρυμμένοι πόθοι να ορίσουν τη ζωή σου;

Βγαίνεις από εσένα και σε παρακολουθείς.

Πέφτεις για ύπνο και ξυπνάς με την ίδια σκέψη.

Πως θα μπορέσεις να εξασφαλίσεις μια θέση στον ήλιο του άλλου…

Τα εμπόδια πολλά.

Το μεγαλύτερο, πως εσύ νιώθεις και αυτό ενοχλεί.

Οι άνθρωποι ενοχλούνται όταν ξεβολεύονται, δεν το κατάλαβες ακόμα;

Γιατί να ασχοληθούν μαζί σου;

Γιατί να μπουν στον κόπο να σε μάθουν;

Εσύ νιώθεις και αυτό τους πνίγει.

Αυτοί πήγαν παρακάτω.

Εσύ κάθεσαι εκεί και σφίγγεις το παλτό σου.

«Εεε» , σου φωνάζουν τα παιδιά.

«Δεν βλέπεις μπροστά σου; μας ενοχλείς εδώ»

Ώρα να πας παρακάτω…

Μα που να πας;

Εσύ μια ζωή σχεδίαζες, μια ζωή περίμενες, έδινες άλλη σημασία στις λέξεις ψάχνοντας την ελπίδα. Αποκρυπτογραφούσες απεγνωσμένα κάθε κίνηση.

Περίμενες.

Είχες σκοπό, πίστευες.

Δε μπορεί ψιθύριζες,θα ‘ρθει εκείνη η ώρα, απλά τώρα δεν ευνοούν οι συνθήκες.

Σε κράταγε εκείνο το δυνατό, το πρωτόγνωρο, πίστεψες πως αυτό ήταν που σου χρωστούσε το σύμπαν.

Πάντα δικαιολογούσες, πάντα καταλάβαινες, πάντα συγχωρούσες, πάντα περίμενες.

Τι και αν η ζωή σε φλέρταρε κάθε μέρα, τι και αν προσπαθούσε να σε παρασύρει κάθε που άλλαζαν οι εποχές;

Εσύ εκεί, στο σκοπό σου, στα μοναδικά σου συναισθήματα!

Ούτε το δίχτυ που απλωνόταν δίπλα σου έβλεπες, ούτε το ψέμα και την πλάνη, εσύ τα μετέφραζες σαν μπέρδεμα και αναποφασιστικότητα.

Εσύ είχες συναισθήματα…

Συναισ- θύματα.

Με πρώτο και καλύτερο θύμα, εσένα!

«Εεε, ενοχλείς δεν το καταλαβαίνεις;”

Να πας παρακάτω σκέφτεσαι, μα που, μέχρι την άλλη γωνία;

Και τι θα σε περιμένει εκεί;

Η ζωή έστριψε, άλλαξε δρόμο, σιγά μη σε περιμένει!

Ο χρόνος κυλά, τα χρόνια φεύγουν και εσύ ακόμα περιμένεις.

Αλήθεια, τόσο που περιμένεις, έχασες το μέτρημα και εσένα μαζί.

Μα νιώθεις ακόμα;

Και τι είναι αυτό που λαμπυρίζει στην άκρη των ματιών σου.

Όχι, δε μπορεί, για να υγρανθούν τα μάτια σου σημαίνει πως ακόμα υπάρχεις, αισθάνεσαι.

Άρχισε να σε ζεσταίνει και αυτό το παλτό…

Μα παλτό Ιούνη μήνα;

Για αυτό σε κοιτούν περίεργα.

Έχει πλάκα ο πιτσιρικάς με την μπάλα.

Γυρνάει ανάποδα το κεφάλι για να δει τα δάκρυά σου…

Σηκώνεσαι, κοιτάζεις το πάρκο γύρω σου.

Δεν αναγνωρίζεις το χώρο, ούτε θυμάσαι πως έφτασες μέχρι εκεί.

Ξέμπαρκος ο χώρος, ξέμπαρκη και εσύ, ξέμπαρκο ότι ένιωσες, χωρίς αντίκρισμα.

Εσύ το έθρεφες,με την υπομονή και την ανέχεια σου.

Ε, ψιτ μικρέ, έχεις ένα ψαλίδι; θέλω να κόψω αυτά τα τεράστια κουμπιά, να ανοίξω το παλτό μου”.

Σε κοιτάει απορημένα.

Δεν περιμένεις να απαντήσει, αρχίζεις να το τραβάς με μανία.

Το παλτό κυλάει από πάνω σου και ο θόρυβος από τα κουμπιά που πέφτουν με δύναμη στο πάτωμα καθώς ξηλώνονται παγώνει όποιον περνάει και κοντοστέκεται να σε κοιτάξει.

Ας στο καλό…

Μα παλτό Ιούνη μήνα;

Εσύ ακόμα νιώθεις…

Και αυτό, ήταν τελικά πολύ βαρύ για τις δικές σου πλάτες!

Να θυμηθείς να ρωτήσεις την ώρα που η ζωή περνάει απ’ την άλλη γωνία.

Σε αυτό της το δρομολόγιο, μπορεί να υπάρχει λίγος χώρος και για σένα.

Υψώνεις το βλέμμα στον ουρανό, μετά το στρέφεις στους γύρω σου.

Μα τι στο καλό, όλοι πέταξαν το παλτό τους σήμερα;

Μαρία Βουζουνεράκη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *