Το χαστούκι

Έκτη Δημοτικού, μάθημα τέχνης. Πλησιάζουν Χριστούγεννα και το κλίμα είναι εορταστικό. Αγιοβασίληδες, αγγελάκια και χιονάνθρωποι. Χαρτόνια, μπογιές, πινέλα, ψαλίδια και όλα τα σχετικά. Δεν είμαι καλή στη ζωγραφική, το χέρι μου δεν πιάνει γενικότερα και ο δάσκαλος μου ζητά γίνω η βοηθός του. Η ώρα περνάει ευχάριστα και λίγο πριν η περίοδος τελειώσει  έχω να μεταφέρω τα σχέδια των υπολοίπων στο πίσω μέρος της αίθουσας, να τα τοποθετήσω με προσοχή πάνω στον ξύλινο πάγκο για να στεγνώσουν οι μπογιές και να μπορέσει στη συνέχεια να επιλέξει ο δάσκαλος τα καλύτερα. Ζητά τη γνώμη μου και εγώ καμαρώνω σαν παγόνι.

Έχω φέρει εις πέρας την αποστολή μου και λίγο πριν πάω να καθίσω πίσω στη θέση μου γίνεται ένα μικρό μπέρδεμα, χάνω τα χέρια μου τα οποία ακουμπάνε τη ζωγραφιά της Μαργαρίτας -που είναι δεν μπορώ να πω εξαιρετική- και να σου το μάτι του Αγίου Βασίλη πετάγεται και ακουμπάει άτσαλα το στόμα του. Η Μαργαρίτα μένει με το στόμα ανοιχτό, της έχω καταστρέψει το έργο τέχνης και με κοιτάει με ένα βλέμμα εχθρικό που με κάνει να ανατριχιάζω.

Αισθάνομαι μια φρίκη, θέλω να ανοίξει η γη και να με χώσει μέσα της. Κοκκινίζω. Την ίδια ώρα  βλέπω τον δάσκαλο που έχει σαστίσει. Τα μάτια του πετάνε σπίθες. Έρχεται προς το μέρος μου και πριν καν προλάβω να αρθρώσω μια λέξη, νιώθω το μάγουλο μου να καίει και το δεξί μου αφτί να βουίζει. Δε θέλω να κοιτάξω γύρω μου. Ξέρω πως τα βλέμματα των συμμαθητών μου είναι όλα στραμμένα επάνω μου. Ο δάσκαλος συνεχίζει να φωνάζει. Με στολίζει με διάφορα κοσμητικά επίθετα που καμιά σχέση δεν έχουν με το πνεύμα των γιορτών. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη μα δε μου βγαίνει. Η Μαργαρίτα έχει σταθεί σε μια γωνιά με τα χέρια σταυρωμένα  και με την προβοσκίδα στο πάτωμα. Πονάω το μάγουλο μου από το χαστούκι. Το στομάχι μου δεν είναι ακριβώς δεμένο, αλλά ραμμένο και μάλιστα σταυροβελονιά. Θέλω να εξαφανιστώ μα δεν γίνεται. Αν τρέξω να φύγω από την αίθουσα θα κάνω τα πράγματα χειρότερα. Τα δάκρυά μου είναι έτοιμα να πέσουν μα μου έχει ξεμείνει από κάπου ένα κομμάτι εγωισμός και δεν τα αφήνω.

Το κουδούνι χτυπάει και όλοι φεύγουν από την αίθουσα. Τρέχω στη βρύση  αγνοώντας την Άννα που κάνει προσπάθειες να μου συμπαρασταθεί. Είναι η μόνη καλή φίλη που έχω αλλά αυτή τη στιγμή θέλω πραγματικά να μείνω μόνη μου. Για κάποιο λόγο μισώ τον Άγιο Βασίλη. Αυτό δεν είναι αλήθεια όμως. Η αλήθεια είναι ότι μέσα μου έχω ένα παράπονο. Ή μάλλον δύο. Είμαι ατσούμπαλη. Κι όμως δεν μου άξιζε το χαστούκι, ούτε οι φωνές. Από το παράθυρο μπορώ να δω πως η Μαργαρίτα βρίσκεται ακόμα μέσα στην αίθουσα με τον δάσκαλο. Την βλέπω να χαμογελάει ξανά. Κάτι κοιτάνε και δείχνουν και δύο ικανοποιημένοι. Γυρνάω στην τάξη με το χτύπημα του κουδουνιού. Το μάτι του Αγίου έχει επιστρέψει στη θέση του. Μια χαρά τον βρίσκω, δεν του έχει μείνει κάποιο κουσούρι. Εγώ πονάω ακόμα το μάγουλό μου. Πονάω για το χαστούκι που δεν μου άξιζε γιατί ποτέ δεν ήθελα να πάθει κάποιο κακό ο Άγιος, πόσο μάλλον να τυφλωθεί.

Τη θύμηση αυτή την κουβαλάω χρόνια μέσα μου. Τη βάφτισα «το άδικο χαστούκι».  Με τα χρόνια η αλήθεια είναι πως έχω εισπράξει πολλά άδικα χαστούκια από την ίδια τη ζωή. Κάποια άδικα κάποια άλλα πάλι όχι και τόσο. Ήταν φορές που άφησα τα δάκρυά μου να τρέξουν και άλλες που κατάφερα να τα συγκρατήσω. Η αλήθεια  όμως παραμένει μια: Κανέναν Άγιο ή θνητό δεν πλήγωσα εσκεμμένα, ούτε του άφησα κάποια μόνιμη βλάβη… ή έτσι πιστεύω τουλάχιστον.

Ιωάννα Πιτσιλλή

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *