Τον έρωτα που ήθελες, τον είχα να σ’ τον δώσω…
Σε θυμάμαι, μικρή μου μετανάστρια… Όσο και να σου μοιάζει περίεργο, ακόμη σε θυμάμαι, μετανάστρια της καρδιάς μου. Σε θυμάμαι εκεί στην άκρη, στην άκρη του σταθμού των τρένων να περιμένεις να με δεις για πρώτη σου φορά. Να κρατάς το κινητό σου στα χέρια και να φωτογραφίζεις κάθε τρένο που ερχόταν περιμένοντάς με να αποβιβαστώ από κάποιο από αυτά. Πόσο αστείο αλήθεια, στο τελευταίο ήμουν. Και πόσο ευτυχισμένη έμοιαζες κι εσύ… Ένας άγνωστος είχε ξεκινήσει ένα ταξίδι από την άκρη του πουθενά του με κατεύθυνση την καρδιά του δικού σου πουθενά. Ταξίδευε μισή μέρα με την ελπίδα πως θα κατάφερνε να ενώσει τη μοναξιά του με τη δική σου.
Σε θυμάμαι. Περνάει γρήγορα ο καιρός, μα ακόμη σε θυμάμαι. Σε θυμάμαι να κοιμάσαι γεμάτη ανησυχία στο κρεβάτι μας. Στο κρεβάτι εκείνο που έγινε το βασίλειό μας, σε ένα παραθαλάσσιο κατάλυμα που φιλοξένησε τον άστεγο έρωτά μας ένα κρύο σαββατοκύριακο. Με συγχωρείς, κορίτσι μου, δεν μπόρεσα να βρω κάτι καλύτερο τότε. Βλέπεις, είχα μόλις μείνει άνεργος.
Θυμάμαι ακόμα κι εκείνο το απόγευμα. Εκείνο το ζεστό σούρουπο λίγες εβδομάδες μετά, πάλι στο σταθμό των τρένων, τη φορά αυτή στη δική μου πόλη. Να παρακολουθώ το μεγάλο δείχτη του ρολογιού να πλησιάζει αργά και βασανιστικά το δώδεκα. Στις οχτώ μου είχε πει ο υπάλληλος ότι θα έφτανες και ο μικρός ο δείχτης είχε κιόλας συγκατατεθεί. Λίγα λεπτά απέμεναν και θα σε έβλεπα επιτέλους μπροστά μου. Θα αντίκριζα και πάλι τη μοναδική φιγούρα σου να ξεχωρίζει από το πλήθος, για να μου δώσεις την αγκαλιά εκείνη που τόσο πολύ μου είχε λείψει. Επιδίωκες πάντα να βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους. Τη φοβόσουν τη μοναξιά. Αν και τη βίωνες χρόνια ολόκληρα, ακόμα τη φοβόσουν.
Θυμάμαι κι άλλα. Λόγια, φωνές, καβγάδες. Όλα στο μυαλό μου σαν σλάιντς από κινηματογραφική ταινία. Ήρθανε γρήγορα τα πάνω κάτω βλέπεις. Δύο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, με μοναδικό κοινό στοιχείο την ελπίδα τους για το διαφορετικό. Μια διψασμένη επιθυμία να καταφέρουν να δραπετεύσουν από τη δύνη της καθημερινότητας, πιάνοντας ο ένας το χέρι του άλλου σαν να’ ταν σανίδα σωτηρίας. Λόγια, ξανά λόγια και μετά πάλι λόγια. Λόγια άσχημα, λόγια βαριά, λόγια μεγάλα.
Λίγο μετά σταματούν οι θύμησες. Σταματούν οι αναμνήσεις, όπως σταμάτησε και η δική μας ιστορία. Χωρίς λόγο, χωρίς αφορμή, χωρίς έστω ένα αντίο. Παραδοθήκαμε και οι δύο στα τόσα μας προβλήματα και στο εμπόδιο της απόστασης και απλώς παραιτηθήκαμε από όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα που χάρισαν για λίγους μήνες ζωή στη συμβιβασμένη μας καθημερινότητα. Γυρίσαμε την πλάτη μας σε ό,τι πιστέψαμε και δεν ξανακοιτάξαμε πίσω.
Γιατί τα γράφω απόψε αυτά; Ιδέα δεν έχω. Λίγο το κρασί αυτό που τόσο βιαστικά πήραμε για το σπίτι από το ταβερνάκι της γειτονιάς ένα βράδυ πριν φύγεις, λίγο οι φωτογραφίες μας από το σαββατοκύριακο εκείνο στο Πόρτο Ράφτη και λίγο το παράπονο που παρά το αλκοόλ και τις όποιες καταχρήσεις τα τελευταία βράδια δεν ξεθύμανε από τα σωθικά μου, με γύρισαν απόψε σε εσένα. Ένα είναι όμως το πραγματικό παράπονο, μικρή μου Κουβανή, και όπως και να εξελίχθηκε αυτή μας η ιστορία, ποτέ δε θα ξεψυχήσει από μέσα μου. Τον έρωτα που ήθελες, τον είχα να σ’ το δώσω…
Χατζηκυριάκου Παντελής
* “Τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω”: στίχος από το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη “Στες σκάλες”.