Ήμουν μέσα σου…
Όχι, καρδούλα μου. Δε θα σου απολογηθώ για όλες εκείνες τις στιγμές που ήμουν δίπλα σου με ψυχή και σώμα. Γνωρίζεις και γνωρίζω. Θα σου απολογηθώ για όλες εκείνες τις στιγμές που δεν ήμουν δίπλα σου σαν παρουσία. Για όλα εκείνα τα αμέτρητα βραδιά, που ερχόμουν αθέατος κοντά σου για να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά. Για όλα εκείνα τα βράδια που βρισκόμουν αθέατος δίπλα σου. Που έκανα το στήθος μου μαξιλάρι και την αγκαλιά σκέπασμά σου.
Έμενα εκεί, όλο το βράδυ να σε κοιτάζω. Να διώχνω τους εφιάλτες σου. Δεν ανατρίχιαζες όταν κρύωνες την ώρα που κοιμόσουν; Ήταν ο δείκτης μου που κυλούσε αργά στη ραχοκοκαλιά σου κι έβλεπα τις γκριμάτσες σου όταν σε φιλούσα για να φύγω. Κι όταν εκλαιγές, ήμουν η φωνή μέσα σου που σ’ έλεγε: “είμαστε μαζί, μην τα παρατάς, σ’ αγαπάω”.
Πολέμησα για να τα ξεπεράσουμε όλα. Νυχτα μέρα… Για μια στιγμή, μάζευα την απόσταση για να σε δω. Κάθε μέρα, κάθε βράδυ. Άλλοτε γινόμουν κομμάτι τής σκιάς σου, άλλοτε άφηνα τα χνάρια μου για να τα βρεις, να γυρίσεις ασφαλής στο σπίτι σου. Παντού και πάντα δίπλα σου κι ας μην το καταλάβαινες.
Έπινες τη μορφή μου στο ποτό σου κι εγώ μπήκα μέσα σου. Μεθούσα το κορμί σου μέχρι που το κατέλαβα. Περπατησα πολύ μέσα σου μέχρι που μπήκα στην αίθουσα των μυστικών σου. Εκεινα τα δύο βιβλία, το ένα δίπλα στο άλλο… το ένα με τις αναμνήσεις, το άλλο της καρδιάς. Ανοιξα και τα δύο ταυτόχρονα. Αναμνήσεις από παιδί. Εσύ με τ’ αδέρφια σου. Στην αντίστοιχη σελίδα της καρδιάς, αγάπη. Τα σχολικά σου χρόνια, η πενταήμερή σου. Ενθουσιασμός. Ο πρώτος σου έρωτας. Πόσα έγραψες εσύ σε εκείνη τη σελίδα… Γύριζα σελίδες, τόσες αναμνήσεις, τόσα συναισθήματα. Γύρισα την τελευταία σελίδα. Η φωτογραφία μου στις αναμνήσεις και στο βιβλίο της καρδιάς, η σελίδα κενή. Κι εγώ, πουθενά. Ήμουν ήδη ανάμνηση στο δικό σου παρόν.
Αχ! Τι κρίμα, και ήθελα να ζήσω τόσο πολύ… Ξανάκανες παρόν τους δράκους της ζωής σου κι εμένα με έριξες στο κενό του παρελθόντος. Δε θα σου πω πώς ένιωσα, νομίζω είναι περιττό. Αθόρυβα, να μην ενοχλήσω, γύρισα τις επόμενες κενές σελίδες. Δύο βήματα προς τα πίσω και αποχώρησα. Δε χωρούσε η μορφή μου στο καθρεφτάκι του δικού σου εγώ. Μάλλον ήταν ακριβό το μελάνι στη δική μου σελίδα.
Μην ψάξεις να με βρεις. Αληθεια σου το λέω. Αφού δεν υπάρχω μέσα σου, δεν υπάρχω πουθενά. Έφυγα οριστικά γιατί απέτυχα να μαλακωσω μια καρδιά σαν τη δική σου. Εφυγα γιατί απέτυχα να γίνω η πνοή σου. Δε θα σου θυμώσω, γιατί ακόμη και σαν ανάμνηση θέλω να με θυμάσαι σαν κάτι καλό.
Φεύγοντας, σου άφησα δίπλα στα βιβλία τη ματωμένη μου καρδιά. Ελπίζω το αίμα της να είναι αρκετό μελάνι για τις επόμενες σελίδες. Κράτησέ την, δε θα τη χρειαστω.
Να προσέχεις, μικρή μου. Σ’ αγαπώ, καλή τύχη.
Δημήτρης Ντούρος