Χειροπέδες
Το ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
Σηκώθηκα αποφασισμένη.
Από το ζεστό κρεβάτι μου.
Με τρεμάμενα χέρια και με το μέτωπο να στάζει ιδρώτα.
Μια φωνή μέσα μου έλεγε: «Μπορείς!»
Μια άλλη επαναλάμβανε την
ίδια ακριβώς λέξη προσθέτοντας
ένα απαίσιο ερωτηματικό στο τέλος: «Μπορείς;»
Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα.
Είχα ήδη το περίστροφο στο χέρι μου.
Μέσα σε δύο λεπτά όλα είχαν τελειώσει.
Τα μπράτσα και το πρόσωπό μου
ήταν λουσμένα στο αίμα.
Δε μ’ ένοιαζε, καθόλου δε μ’ ένοιαζε πια.
Μ’ ευχαρίστηση γεύτηκα το κόκκινο υγρό
που είχε λερώσει τα χείλη μου.
Σχεδόν το απολάμβανα.
Την είχα σκοτώσει.
Την είχα πυροβολήσει εξ επαφής
αφού πρώτα την αγκάλιασα
και τη φίλησα στο στόμα.
Την είχα σκοτώσει.
Και αυτό δε θα μπορούσε
με τίποτα πια ν’ αλλάξει.
Η θλίψη μου κειτόταν ήδη νεκρή μπροστά μου.
Πήρα το τηλέφωνο.
Ομολόγησα το έγκλημα.
Άνοιξα την εξώπορτα.
Κάθισα σε μια γωνιά και περίμενα
να έρθουν να μου περάσουν
τις χειροπέδες της χαράς.
Από την ποιητική συλλογή «Στο μέτωπο φιλί»
Ιωάννα Πιτσιλλή