Τρυφερές αποχρώσεις
Η Νύχτα αποφάσισε να φύγει, να με αφήσει στις πρωινές αποχρώσεις της αυγής, παρέα με τις σκέψεις μου, με αυτά που έχω στην ψυχή μου. Να μοιραστεί μαζί μου, ούτε λόγος, αυτά τα «γιατί» που έχω μέσα μου. Ερωτήσεις που ζητούσαν απαντήσεις και εγώ να έχω μια έστω, μικρή ικανοποίηση, πως τάχα η νύχτα με ακούει. Πως έχω συντροφιά στη μοναξιά μου, μια παρηγοριά σιωπηλή που σέβεται την ανάγκη να εκφράσει η ψυχή, αυτά τα κλεισμένα στα κουτιά τους, «γιατί».
Βαρέθηκαν κι αυτά, θέλουν να δουν το φως, να δουν τον ήλιο και τον αέρα… Να βγουν και να μιλήσουν για τα δικαιώματά τους, την καταπίεσή τους. Σαν τις μικρές πεταλούδες που πηγαίνουν στο φως και μαγνητίζονται, εκεί να αισθανθούν και τη ζεστή ομορφιά του.
Αλλά ποιος θα απαντήσει; Ποιος θα απαντήσει γιατί οι άνθρωποι ξεχνούν; Γιατί ενώ κάποτε «τραγουδούσαν» όμορφα τραγούδια, μετά τα ξεχνούν; Φεύγουν τότε μακριά, σαν τη νύχτα που γλίστρησε στο σκοτάδι και με άφησε μόνη με τις ερωτήσεις μου. Ποιος θα απαντήσει γιατί γίνεται στα μάτια τους σκοτάδι το φως; Γιατί μισούν, εκεί που λένε πως αγαπούν, αλλά τελικά αδικούν και κάποτε «σκοτώνουν»;
Σαν στοιχειωμένο σπίτι, άδειο από ζωή, στέκεται αυτό το «γιατί» που απάντηση δεν έχει. Μια ψυχή είναι που περιφέρεται αδικημένη, δεν μπορεί να «φύγει» αν αυτό που ζητά δεν της δοθεί. Αν δεν καταλάβει τι έγινε και βρέθηκε εκεί, σε μια αχλή διάφανη που «ζει», να την τυλίγει.
Πού είναι οι άνθρωποι, πού είναι η ζωή; Πού είναι ο κόσμος που αγαπούσε; Μια πικρή αναμονή τελικά ήταν ό,τι ζούσε, δεν το κατάλαβε ποτέ. Τώρα, ενώ η νύχτα πια έχει αποσυρθεί, μια καινούργια αυγή ξεπροβάλλει τρυφερά για αυτή. Μπαίνει το φως της, μέσα στο στοιχειωμένο σπίτι, φωτίζει τα κλεισμένα κουτιά που έκλεισε ο χρόνος. Σαν δυνατός αέρας που τα ξεσηκώνει και ανοίγουν, γίνεται η σκέψη της ψυχής στο φως.
Αυτό ήταν τελικά που ζητούσε. Ώρα να φύγει μακριά, ώρα για να πετάξει.
Μαριάνθη