Μου κάνει πλάκα ο θεός!
Η μέρα ήταν βροχερή. Τα νεύρα μου στο κόκκινο. Το μόνο πράγμα που ήθελα ήταν να πιώ έναν ελληνικό καφέ, μερακλίδικο, όπως ακριβώς τον φτιάχνει η μητέρα μου. Καλά, κι εγώ ξέρω να φτιάχνω καφέ, αλλά από τα χεράκια της είναι άλλη φάση.
Μπήκα στο μετρό. Ακόμα είχε συννεφιά. Περίμενα λίγα λεπτά μέχρι να έρθει ο συρμός. Ήρθε. Όλοι οι επιβάτες με ένα κινητό στο χέρι. Όλοι εκτός από έναν. Και αυτός ο ένας ήμουν εγώ και ήμουν χωμένος στις σελίδες του βιβλίου που διάβαζα.
Μετά από πέντε – έξι στάσεις (δεν έχει σημασία) βγήκα από το μετρό και φυσικό επόμενο ήταν να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Μπήκα στο πρώτο café που βρήκα μπροστά μου για να αποφύγω τη βροχή. Παρήγγειλα στο νεαρό διπλό ελληνικό σκέτο. Φυσικά και δεν τον έφτιαξε στη χόβολη. Εννοείται ότι δεν είχα τρελές απαιτήσεις. Πήρα το ζεστό καφέ ανά χείρας και βγήκα έξω. Τραπέζι ελεύθερο δεν υπήρχε. Η βροχή να έχει λυσσάξει!
Ανάβω τσιγάρο και πίνω την πρώτη γουλιά. Μάπα το καρπούζι. Αν αυτός λέγεται καφές εγώ είμαι η Αφροδίτη της Μήλου. Το λέω στην σερβιτόρα και μου λέει ότι θα πει και πάλι στον νεαρό να μου φτιάξει άλλον. Εγώ όμως είχα ήδη ξενερώσει.
Τον χύνω σε μια γλάστρα, σβήνω και το τσιγάρο και φεύγω ελαφρώς εκνευρισμένος. Περπατάω μέσα στη βροχή. Φτάνω σε μια πλατεία. Κάθομαι σε ένα συμπαθητικό cafe και παραγγέλνω έναν διπλό ελληνικό σκέτο. Περιμένω σαν καλό παιδί.
Ο καφές ήρθε μετά από δέκα λεπτά. Ωραία! Μάλλον τον έφτιαξαν στη χόβολη! Σκέφτηκα ενθουσιασμένος. Ανάβω τσιγάρο και πίνω μια γουλιά. Είχαν βάλει ζάχαρη οι αθεόφοβοι! Μα εγώ δε ζήτησα τον καφέ μου γλυκό! Πάντα σκέτο τον πίνω! Τον παρατάω, πληρώνω και φεύγω.
Για καλή μου τύχη βρήκα αμέσως ταξί. Επέστρεψα μετά από μισή ώρα στο ζεστό και φιλόξενο σπιτάκι μου. Πέταξα από πάνω μου τα βρεγμένα ρούχα και πήγα αμέσως στην κουζίνα. Πήρα ανά χείρας το μπρίκι. Πρόσθεσα νερό και άναψα το γκάζι. Έβαλα δυο κουταλιές καφέ και ανακάτεψα καλά.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Τα πάντα γκρι. Ο ουρανός, η άσφαλτος, τα σπίτια. Απόλαυσα τον ελληνικό μου έτσι ακριβώς όπως τον θέλω εγώ! Από εκείνη την ημέρα πήρα το μάθημά μου. Ποτέ δε θα παραγγέλνω ελληνικό καφέ έξω από το σπίτι.
Πο – τέ!
Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης