Μία εικόνα χίλιες λέξεις – Παιδικότητα
Το τραύμα
Χρόνια το κουβαλούσε. Από μικρό παιδί. Το έπαιρνε μαζί της στη σχολική της τσάντα. Το φορούσε άλλοτε στην πλάτη της σαν μπέρτα και άλλοτε στο κεφάλι της σαν καπέλο. Της λέγανε ότι όλοι οι ήρωες φορούν μπέρτα και αφού και εκείνη ήταν δυνατό παιδί, ένας ήρωας, έπρεπε να φοράει τη δική της. Της λέγανε ότι όλα τα συνετά παιδιά φορούν καπέλο και αφού και εκείνη ήταν καλό και λογικό παιδί έπρεπε να φοράει και εκείνη το δικό της, να μην την πειράξει ο ήλιος. Όσο για τη σχολική τσάντα; Ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να κουβαλάει πάντα μαζί τα μαθήματά της και το τραύμα της ήταν το μεγαλύτερό της μάθημα.
Αργότερα κουβαλούσε το τραύμα σαν σταυρό. Το έσερνε από ‘δω και από ‘κει, το σύστηνε στους φίλους της, στις σχέσεις της, στους έρωτές της. «Παιδιά, από ‘δω το τραύμα!», έλεγε. «Τραύμα, από ‘δω τα παιδιά!». Άλλοι τρόμαζαν κι έφευγαν μακριά, κάποιοι τη λυπόντουσαν και την κοιτούσαν με συμπόνια και κάποιοι άλλοι, ελάχιστοι, αγκάλιαζαν και εκείνη και το τραύμα με αγάπη. Όμως την αγκάλιαζαν τόσο σφιχτά που το τραύμα άρχιζε πάλι να αιμορραγεί.
Στο τέλος έμενε πάλι μόνη της με το τραύμα. Να το αγκαλιάζει, να την αγκαλιάζει κι αυτό, να το κουβαλάει σαν σταυρό στην καθημερινότητά της και, ενίοτε, στον ύπνο της, μέσα σε σχολικές τσάντες, μπέρτες και καπέλα.
Εύα Κοτσίκου

Θα ήθελα μιαν άλλη παιδικότητα, χωρίς ψυχικά βάρη, δυσβάσταχτα για τη μικρή μου καρδιά. Μια παιδικότητα που δε θα χρειαζόταν να καταλάβω τα πάντα από νωρίς, που θα μου επιτρεπόταν να είμαι ένα πιο ανέμελο παιδί. Μια παιδικότητα που κανείς δεν πληγώνει, κανείς δε ζητά από σένα να γίνεις μεγάλος πριν την ώρα σου.
Και ίσως, κάπου μέσα μου, να τη φτιάχνω ξανά, με χαμόγελα, με φίλους και με ανθρώπους που πρώτα από όλα, αγαπούν την ψυχή μου κι ό,τι αυτή κουβαλά!
Εύη Μαυρογιάννη

Με μάτια που λάμπουν από λαχτάρα, αυτή η αγνή ειλικρίνεια που βγαίνει σαν χείμαρρος και πλημμυρίζει με συναισθήματα γεμάτα αυθορμητισμό την πλάση, πόσο μου αρέσει;
Πόσο θα ήθελα να τη ζήσω ξανά.
Να την ρουφήξω μέχρι το μεδούλι.
Με την ανωριμότητα της τόσο αθώας ψυχής μου να γεμίζω με αρώματα τη φύση, σαν τα βλαστάρια που μόλις έσκασαν μύτη πάνω στο αφράτο χώμα και τα χρώματα που σκορπάνε, να μαγεύουν κάθε περαστικό.
Να μιλάω ακατάπαυστα χωρίς να σκέφτομαι ή να μετράω τα λόγια μου.
Να γελάω με την καρδιά μου με ό,τι είναι πολύ γνώριμο ή καινούριο για μένα.
Να ρωτάω για τα νέα ερεθίσματα που κάνουν ντεμπούτο στο μικρό μου κόσμο.
Να κοιμάμαι με ένα πλατύ χαμόγελο κρατώντας το μάγουλό μου για να μη φύγει από πάνω μου το φιλί της μανούλας!
Αυτά και τόσα άλλα θα έφτιαχναν πάλι στο πρόσωπό μου την αθωότητα που λαχταρώ. Τη μυρίζω από μακριά, απλά, δεν τη φτάνω.
Ιωάννα Δαμηλάτη

Όπως είπε και η Αλκυόνη: «Κάπου κρύφτηκε αυτό το κοριτσάκι στα τρίσβαθα της ψυχής μου και κατάφερε τελικά να επιβιώσει…»
Μέχρι και σήμερα, αυτό το κοριτσάκι κουβαλάω. Αυτό με σώζει κάθε φορά από τις κακοτοπιές. Αυτό διαισθάνεται τις προθέσεις όλων όσων το πλησιάζουν με δόλο.
Με αυτό πορεύομαι. Με αυτό γιατρεύομαι. Με αυτό γελάω. Μέσα του κρύβομαι, προσπαθώντας να «ξεχάσω» αυτό που κάποιοι άλλοι ίσως ήθελαν να θυμάμαι, για όσο…
Μπορεί να μεγάλωσα, όμως εκείνη η αγκαλιά που μένει ακόμα ανοιχτή, συνοδεύει την κάθε μου πράξη. Εκείνο το κοριτσάκι…
Μαρία Βουζουνεράκη

Η Αγγελική πάντα περίμενε από αυτούς που θεωρούσε δικούς της να της δείχνουν ότι νοιάζονται γι’ αυτήν και σίγουρα ήθελε να την αποζητούν. Αυτή ήταν μια επιβεβαίωση που την αναζητούσε σε κάθε νέα γνωριμία. Οταν κάποτε τη ρώτησε ενας ψυχολόγος γιατί περιμένει κάτι τέτοιο, εκείνη αφού πίεσε αρκετά το μυαλό της για να ανασύρει την ανάμνηση, θυμήθηκε ενα γεγονός που μπορεί να είχε, ή και να μην είχε σημασία. Ήταν βραδάκι καλοκαιριού και επαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς. Κάποιος πρότεινε να παίξουν κρυφτό κι εκείνη εντόπισε την πιο καλή κρυψώνα. Πήγε στην εσοχή του γειτονικού σπιτιού, υπολόγισε το σημείο που δεν έφτανε το φως από τη λάμπα του δρόμου, ίσιωσε το κορμάκι της στην ευθεία του τοίχου και συγκράτησε την ένταση της αναπνοής της. Ένοιωσε ότι είχε κρυφτεί στο ιδανικό σημείο. Όταν το παιδί τελείωσε με το μέτρημα, αρχισε να ψάχνει και ένα προς ένα, εντοπιζε τα κρυμμένα παιδιά και τα “έφτυνε”. Εκείνη περίμενε τη σειρά της αλλα μάταια. Το παιδί την αναζήτησε αλλά όχι για πολύ, προτίμησε να συνεχίσει μαζί με τα άλλα παιδιά το παιχνίδι. Κανείς άλλος από τα υπόλοιπα παιδιά δεν έψαξε παραπάνω και όλοι μα όλοι την ξέχασαν.
Βούλα Φωτοπούλου

Σκέψεις ενός παιδιού: Θα ήθελα να φτιάξω έναν κόσμο που θα ήταν γεμάτος ειλικρίνεια, αγάπη, συνεργασία, προσφορά στο συνάνθρωπο, όνειρα γεμάτα φως για να φωτίζονται οι άνθρωποι, να βλέπουν καθαρά τι ομορφαίνει τη ζωή τους, τι ομορφαίνει την ψυχή τους, τι τους κάνει καλό. Να χαίρονται σαν και εμάς τα παιδιά το “παιχνίδι” της ζωής, χωρίς έννοια, στεναχώρια, χωρίς να θυμώνουν, να μαλώνουν. Όταν λένε πως αγαπάνε, να το λένε αληθινά, όπως εμείς τα παιδιά.
Έναν κόσμο χωρίς πόλεμο, μόνο αγάπη, από αυτή που υπάρχει στον ουρανό.
Θέλω έναν κόσμο σαν και αυτόν που ονειρεύομαι τις νύχτες που ανεβαίνω για λίγο εκεί, παρέα με τους αγγέλους και μου μιλάνε μυστικά. Πολλά από αυτά τα κρατώ μέσα στην ψυχή μου γιατί μου λένε πως δεν υπάρχουν. Αν μπορούσαν να “θυμηθούν” πως κάποτε ήταν και εκείνοι παιδιά… Θα ήθελα οι μεγάλοι να πίστευαν στο δικό μας κόσμο των παιδιών, περισσότερο από τον κόσμο των μεγάλων, χωρίς να μας λένε να σωπάσουμε όταν δίνουμε παραδείγματα με το δικό μας τρόπο, όταν το κλάμα μας είναι η διαμαρτυρία σε ένα μεγάλο “γιατί” όταν δεν μπορούμε να καταλάβουμε…
Εκείνοι πρέπει να καταλάβουν, όχι εμείς. Θέλω έναν κόσμο γεμάτο από ομορφιά, μας αξίζει…
Μαριάνθη

Από τα παιδιά των τελευταίων γενεών αφαιρέσαμε την αθωότητα.
Αχ, τι μικρότητα!
Παλίρροια ενηλίκων
πάνω σε παιδικές ψυχές.
Ίσως φταις;
Κι εδώ μιλάμε για ευθύνη, όχι για ξεφύλλισμα βιβλίου.
Δε μεγαλώνω ένα παιδί απλώς για να περάσει η ώρα.
Ιωάννης Χρυσόστομος Παπουδάρης

Ευχόταν να γινόταν πάλι παιδί. Τότε που το κλάμα, ο πόνος ή το παράπονο μπορούσαν να γιατρευτούν με ένα φιλί, ένα hansaplast, ένα σιρόπι, ένα παγωτό σοκολάτα, ή ένα νανούρισμα έστω.
Ιωάννα Πιτσιλλή

Είσαι ακόμα εδώ; Πες μου μόνο πως δεν άργησα… Κοίταξέ με, γύρισα! Επέστρεψα. Είμαι και πάλι εδώ. Εδώ που ανήκε η ψυχή μου πάντα. Όμως να, είναι που φεύγοντας, προσπαθώντας να προστατέψω την καρδιά μου απ’ όλα εκείνα που τη ρήμαξαν, κλείδωσα πίσω μου και τα κλειδιά τα πέταξα, πιστεύοντας πως δε θα τα χρειαστώ ποτέ ξανά. Κι έκανα τότε το λάθος να σε αφήσω πίσω, παγιδευμένη κι ολομόναχη σε έναν κόσμο που δεν ήταν ποτέ για σένα. Δεν ήταν ποτέ για μας. Όμως τώρα είμαι εδώ. Πες μου μόνο πως δεν άργησα και δε θα αφήσω ποτέ ξανά, κανέναν, να μολύνει και να αμφισβητήσει εκείνο το παιδί που όλα τα ένιωθε και όλα τα ζούσε με την καρδιά του πρώτα. Είσαι ακόμα εδώ…;
Μαρία Μαραγκού
