Το είδωλό μου στον καθρέφτη
Έχω μια καρδιά να χαρίσω. Μα δεν θα την αφήσω σε τρύπιες αγκαλιές κι ετοιμόρροπες αγάπες. Είχε από αυτές, φτάνει. Πληγώθηκε, λερώθηκε, βούλιαξε. Έγειανε ευτυχώς. Κόπιασα πολύ για να τη συνεφέρω. Βλέπεις, δε μάθαινε από τα παθήματά της. Τραβούσε συνεχώς τις πιο ακατάλληλες καταστάσεις. Έπεφτε, ξανάπεφτε, αλλά δεν καταλάβαινε. Έφτασε στον πάτο για να αντιληφθεί τον κατήφορο που είχε πάρει. Τρόμαξε και η ίδια, όταν μια μέρα την έστησα απέναντί μου, στον καθρέφτη.
-«Πόσο ακόμα;» της φώναξα. Κι εκείνη, κουρέλι σωστό από τα χέρια που την περιέπαιξαν και την τσαλάκωσαν, έσκυψε το κεφάλι, για να κρύψει τα δάκρυά της. «Σταμάτα, μ’ ακούς;» συνέχισα. « Δεν έχω άλλες αντοχές. Σύνελθε επιτέλους! Τραβάς κι εμένα στον γκρεμό σου. Κι έχω μια ζωή να ζήσω. Να τη ζήσω!» Τινάχτηκε σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
-«Μια ζωή», ψιθύρισε, «Θέλω να τη ζήσω. Βοήθησέ με», συμπλήρωσε κοιτάζοντάς με, με μάτια που εκλιπαρούσαν.
-«Θέλω, μα δεν μ’ αφήνεις», ξαναφώναξα.
– «Μην επιτρέψεις να μ’ αγγίξουν ξανά» μου απάντησε μιλώντας δυνατά. «Κανένας. Μόνο εσύ να με φροντίζεις», συμπλήρωσε και μου άπλωσε το χέρι.