Πυξίδα μου το άγνωστο και προορισμός το ανέφικτο
Μάτια υγρά, χείλη σφιγμένα, ανάσα καυτή. Στέρεψε το οξυγόνο μου. Η απελπισία συσσωρεύτηκε σαν κόμπος στο λαιμό μου και η απογοήτευση ηχεί στα στήθη μου σαν μια ωρολογιακή βόμβα. Ακούω κάθε της χτύπο. Αισθάνομαι πια κάθε στιγμή να μετρά αντίστροφα για τη μεγάλη έκρηξη.
Νιώθω την ανάγκη να φύγω από εδώ, μ’ ακούς; Να κινήσω για ξένους ουρανούς και κόσμους αταξίδευτους. Για λιμάνια άγνωστα και νησιά αχαρτογράφητα. Να αποστασιοποιηθώ από οτιδήποτε γνώριμο, οικείο και ασφαλές. Να κάνω μια αρχή απαλλαγμένη από σταθερές, στεγανά και δικλείδες ασφαλείας.
Θέλω να πορευτώ στο άγνωστο, μακριά από την πεπατημένη. Να μηδενίσω σώμα, μυαλό, καρδιά και αναμνήσεις. Να ξεκινήσω να δημιουργώ έναν κόσμο καινούργιο· διαφορετικό από εκείνον που με γονάτισε και σταδιακά με διέλυσε. Να ζήσω σε μια εποχή στην οποία δε θα πασχίζω να ονειρευτώ, να ωραιοποιήσω και να πειστώ. Σε μια καθημερινότητα, που δε θα χρειάζεται να κλείσω τα μάτια μου για να καταφέρω να δω.
Εξαντλήθηκαν οι αντοχές μου, μ’ ακούς; Κουράστηκα να σκαρφαλώνω και να μη βλέπω την κορυφή. Βαρέθηκα να παραμυθιάζομαι και να ελπίζω στο αόριστο. Κουράστηκα να επουλώνω τα φτερά μου για τη μεγάλη πτήση, και πάντα, να είμαι εγώ αυτός που καταλήγει στο κενό. Δεν έχω άλλο χρόνο για ενδιάμεσες στάσεις και δεύτερες σκέψεις, μ’ ακούς; Πόσες φορές ακόμα να μαζέψω τα κομμάτια μου και να ανασυνταχτώ; Με αυτά και με εκείνα, έχασα μισή ζωή.
Σε έναν κόσμο άδειο, θαμπωμένο από τους άψυχους προβολείς της νύχτας, δυσκολεύομαι πια να ξεχωρίσω το φως απ’ το σκοτάδι. Σε μια κοινωνία εμπορευματοποιημένη, προϋπολογισμένη και αριθμητικά δοσμένη, σε ποιον να μιλήσω για πραγματικούς θησαυρούς και αξίες ζωής; Πώς να διακρίνω τα χρώματα της ελπίδας, της προοπτικής και της ευτυχίας, σε μια καθημερινότητα που ξεθωριάζει διαρκώς στις αποχρώσεις του μπλε, του πορτοκαλί και του μοβ; Επιλέγω λοιπόν την απομόνωση, από μια βάναυση τάξη πραγμάτων, στην οποία εγώ ήμουν πάντα μια δεύτερη επιλογή.
Ξεκίνησα. Το καράβι έλυσε και ανοίχθηκε για το μεγάλο ταξίδι. Πυξίδα μου το άγνωστο και προορισμός το ανέφικτο. Δεν ξέρω πού θα με βγάλει. Δεν έχω ιδέα για το αν ή το πότε θα δέσω στο επόμενο λιμάνι. Συνήθισα βλέπεις να ταξιδεύω έρημος και να ναυαγώ γελασμένος. Ξέρω όμως πια πολύ καλά, πως αν τελικά υπάρχει αυτό το καλύτερο αύριο που τόσο ονειρεύομαι, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται κάπου εκεί έξω. Είμαι πια σίγουρος, πως αν η Ιθάκη αυτή για την οποία όλοι ψάχνουν, γράφουν και ρωτούν υφίσταται, από μόνη της στην πλώρη μου δε θα φανεί ποτέ.
Χατζηκυριάκου Παντελής