Έρχομαι
Ακουμπισμένη εκεί, στο κάγκελο του μπαλκονιού της, είχε κλείσει τα μάτια αφήνοντας το βραδινό αεράκι να της χαϊδεύει το πρόσωπο και ν’ ανακατεύει τα μακριά της μαλλιά. Της άρεσε αυτή η ώρα. Ο ήλιος είχε ήδη βασιλέψει, τα φώτα στους δρόμους και τα σπίτια άναβαν. Τα δικά της τα είχε αφήσει σκόπιμα σβηστά. Ένιωθε πως νύχτωσε, αλλά δεν ήθελε να φύγει από τη θέση της. Για άλλη μια φορά αισθανόταν εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση που δεν ήθελε, που δεν είχε επιλέξει, που δεν της δόθηκε η ευκαιρία να αρνηθεί.
Πόσο άσχημα της φέρθηκε! Πώς μπορούσε να είναι τόσο κενός, τόσο κακός, ναι, κακός άνθρωπος; Για άλλη μια φορά την κατηγορούσε, της απέδιδε τις ευθύνες που εκείνος δεν ήταν ικανός να αναλάβει. Ήθελε να ουρλιάξει για ό,τι την έπνιγε, να χιμήξει καταπάνω του, να τον χτυπήσει, να τον ξεσκίσει, όπως αυτός κομμάτιαζε την ψυχή της με τα λόγια του. Φώναξε, αντιμίλησε. Ποιο το όφελος; Χωρίς να το καταλάβει δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Το αντιλήφθηκε όταν γεύτηκε την αρμύρα τους. Τα σκούπισε με την ανάποδη των χεριών της και άνοιξε τα μάτια της.
Τι ωραία θέα είχε από το μπαλκόνι της… Γι’ αυτό άλλωστε είχε επιλέξει το συγκεκριμένο διαμέρισμα. Η θάλασσα στο βάθος ίσα που διακρινόταν στο γκρίζο της ώρας. Ήταν φουρτουνιασμένη. Πόσο της έμοιαζε τούτη την ώρα η ψυχή της… Ο παφλασμός των κυμάτων σιγοντάριζε τους χτύπους της καρδιάς της που από ώρα ήταν έντονοι. Δεν περίμενε άλλο. Με μια κίνηση μπήκε στο διαμέρισμα κι αρπάζοντας τα κλειδιά από το τραπεζάκι του σαλονιού βρέθηκε πολύ σύντομα στο αυτοκίνητό της. Έβαλε μπρος τη μηχανή ανοίγοντας δυνατά τη μουσική. Άνοιξε τα παράθυρα και ξεκίνησε αφήνοντας τον δροσερό αέρα να μπαίνει ορμητικά μέσα στο αυτοκίνητο καθώς ανέπτυσσε ταχύτητα. “Αρκετά”, έλεγε και ξανάλεγε μέσα της,”φτάνει”.
Πάτησε το γκάζι λίγο παραπάνω. Το είχε πια αποφασίσει. Έπρεπε να κλείσει το βιβλίο, ν’ ανοίξει ένα καινούργιο. Πόσο δυνατή ένιωσε ξαφνικά. Άλλος άνθρωπος. Και τότε χαμογέλασε. Γέλασε. Είχε καιρό να το κάνει. Φτάνοντας έξω από το σπίτι της ήταν διαφορετική, ένιωθε διαφορετική. Βγήκε ξανά στο μπαλκόνι της κι αυτή τη φορά δεν έκλαψε στη σιγαλιά της νύχτας. Πήρε το τηλέφωνο στα χέρια της και με σίγουρες κινήσεις σχημάτισε τον αριθμό. Η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε ανυπόμονη. Λες και την περίμενε. “Έρχομαι”, του είπε μόνο και έκλεισε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε προς τη θάλασσα. Ο ήχος των κυμάτων δεν ακουγόταν πλέον. Δεν ήταν πια φουρτουνιασμένη. Το ίδιο και η ψυχή της.
Λίνα Κατσίκα