Ήσουν κι εσύ εκεί
Με προσκάλεσε η αστροφεγγιά σε συνεστίαση. Η Πούλια, ο Αυγερινός, η Μεγάλη Άρκτος με την κόρη της, ήταν όλοι εκεί.
Θύμισες τσιμπολογούσαμε και τις κούπες μας γεμίζαμε από το γιοματάρι της νιότης. Είχε παλιώσει το κρασί και η νοσταλγική επίγευση άνοιξε όλες τις κερκόπορτες.
Δραπέτευσαν εικόνες από του υποσυνείδητου τη χαραμάδα, γέμισε η νυχτιά χαμόγελα, μουσικές και άσματα ανέμελα, γιορτάσια της ψυχής, του νου ταξίδια.
Ξεχασμένα όνειρα ζωντάνευαν και τα μεσονύκτια αρώματα, νέα συμβόλαια κατέθεσαν στο θρόνο των συλλογισμών μου.
Με βιάση όλα τα υπέγραψα, οι συνδαιτημόνες μη με θεωρήσουν αγενή, αχάριστο, ίσως και μικρόψυχο!
Ο μαστραπάς δεν έλεγε να αδειάσει.
Στο μεθύσι του απολογισμού, μας πρόλαβε και η πανσέληνος. Δεν κάθισε μαζί μας, χαμογέλασε ζεστά, μα τον δρόμο της συνέχισε. Είχε σοβαρότερη δουλειά, κινδύνευε ένας έρωτας, έπρεπε να τον σώσει!
Βαγγέλης Γιάννος