Όπως μου τα είπε…

Post Views: 67

Ήρθε ακριβώς στην ώρα του. Επικοινωνούσαμε συχνά διαδικτυακά, μα πρώτη φορά τον έβλεπα. Δική του ήταν και η πρωτοβουλία της δια ζώσης γνωριμίας μας! Εντυπωσιακό παρουσιαστικό, ψηλός, στητό το κορμί του, αυστηρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, μα σαν χαμογελούσε, φωτιζόταν η ψυχή του, δημιουργούσε στο συνομιλητή φιλική ατμόσφαιρα, άνεση, διάθεση νεανική, ακολουθούσε ρέουσα συζήτηση με τη σοφία και τις εμπειρίες που είχαν συσσωρευτεί στο θυμικό του!

Χαιρέτισε εγκάρδια, έβγαλε το καπέλο του – πέρασε από το γυαλιστερό κρανίο του τη δεξιά παλάμη του να ισιώσει τα λιγοστά μαλλιά που άτακτα αιωρούνταν- το τοποθέτησε στη διπλανή καρέκλα, κρέμασε το εβένινο μπαστούνι με την ασημένια του χειρολαβή στην πλάτη της και κάθισε απέναντί μου. Ένα διπλό ελληνικό καφέ παράγγειλα για μένα, ένα τσάι του βουνού με μία φέτα λεμονιού ζήτησε εκείνος.

Δεν έχασε το χρόνο του με συστάσεις, εισαγωγές και περιττές αναφορές, ούτε αναλώθηκε στο παρελθόν, στην πορεία του, σε προσωπικά βιώματα – και ποιος δεν έχει- δε στάθηκε ούτε στιγμή σε μελανά σημεία της ζωής, σε οδοφράγματα που αναστέλλουν την εξέλιξη, που προκαλούν δυσφορία, που γίνονται της στασιμότητας απολογία, της απραγίας νωθροί συνοδοιπόροι. Απόλυτα ρεαλιστής, με σκληρό ορθολογισμό, καυστικός σε όσα κοινωνικά περαγμένα δεν τον έβρισκαν σύμφωνο, καθοδηγούσε τη συζήτηση με κύριο άξονα τη δική του οπτική της ζωής, την προσφορά, τη δημιουργία μα και τη δημιουργικότητα, την εξέλιξη της σκέψης που διατηρεί και τη νεότητα του πνεύματος!

«”Την υγειά μας να ‘χουμε”… “με το καλό να ξημερώσει”… “έχει ο Θεός για αύριο”… “άντε και καλή καρδιά”… είναι φράσεις – ευχές που συχνά ακούγονται, φίλε μου, ορθώς λέγονται, δε θα κρίνω κανενός την αναζήτηση του φάρου, αλλά για μένα με υπεκφυγές των υποχρεώσεών μας μοιάζουν, ως επιμερισμό των ευθυνών μας στην έλλειψη διάθεσης για δράση φαντάζουν… Πώς θα έχεις την υγειά σου, καλέ μου άνθρωπε, όταν άναρχα ακολουθείς τις διατροφικές σου ατασθαλίες και από την πολυθρόνα σου δε σηκώνεσαι; Πώς θα έχει περίσσευμα για αύριο “ο Θεός”, όταν έχεις βυθιστεί στη μακαριότητά σου και παραμένεις άπραγος ολημερίς, αγνοώντας και τη φράση “συν Αθηνά και χείρα κίνει”; Πώς θα παραμείνει καθαρή η καρδιά σου, αφού τη δηλητηριάζεις διαρκώς με τοξικές σκέψεις και μονίμως προβάλλεις τη στείρα και αρνητική κριτική σου για όποιον σε συναναστρέφεται; Πώς… πώς… πολλά πώς, τα οποία αδιαφορείς ακόμα και να τα σκέφτεσαι και όχι να τα αναλύσεις!»

Πήρε μια βαθιά ανάσα, με κοίταξε ερευνητικά, ήπιε άλλη μια γουλιά από το τσάι που είχε ήδη κρυώσει και συνέχισε.
«Πέραν τούτων, αγαπητέ μου φίλε, δε με εκφράζει αυτή η νοοτροπία, ούτε τέτοια στάση ζωής! Δηλώνει σ τ α σ ι μ ό τ η τ α, μοιάζει με α π ο τ ε λ μ ά τ ω σ η ονείρων, με ομηρία στης ο κ ν η ρ ί α ς τα δεσμά! Ταυτίζεται με παραίτηση από τον αέναο οργασμό των κοινωνικών ζυμώσεων, μας καθιστά αρνητές της ζωής, αδιάφορους για τις εξελίξεις της καθημερινότητας, αυτές που καθορίζουν την πορεία μας και η ταχύτητά τους πάντα μας προσπερνά, όση εγρήγορση και να έχει κάποιος. Όχι, αρνούμαι να γίνω θιασώτης της ζωής μου, επιθυμώ να αποκωδικοποιώ, να ερμηνεύω κάθε αποτύπωμα του παλμογράφου της ,να συμμετέχω ενεργά. Ωτακουής του απόηχου της ζήσης μου δε δέχομαι να είμαι, ούτε οπαδός του ωχαδελφισμού έγινα ποτέ, και πίστεψέ με, η ζωή μου είχε αρκετές ανατροπές!»

Διέκρινα συγκίνηση, γυάλισαν έντονα τα μάτια του, κατάφερε να ανακόψει το κύμα της φουρτούνας που απειλούσε με ψυχική ταραχή, έμεινε πιστός στις αρχές του, επιβλήθηκε στις μνήμες του, προχώρησε στην ολοκλήρωση της σκέψης του.

«Να σου πω και αυτό, φίλε μου, όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η εντολή να βιώνω έντονα όλα μου τα συναισθήματα. Επιθυμώ όμως οι αλήθειες μου να μην ερυθριάζουν σαν παρελαύνουν στη συνείδησή μου. Τα καλά και τα άσχημά μου θέλω από μένα να πηγάζουν, τίποτε να μην αποποιούμαι, να χαίρομαι τις επιτυχίες μου, να αγκαλιάζω με συμπόνια τις αποτυχίες χωρίς να αναζητώ εξιλαστήριες διεξόδους. Προσπαθώ να διατηρώ υγιή τα πνευματικά μου κύτταρα, ως γενεσιουργό πηγή νέας δράσης και επιθυμιών, να μου επιτρέπουν να εγκρίνω ή να απορρίπτω καταστάσεις, να δημιουργώ νέες, ενδιαφέρουσες, οι οποίες τρέφουν και συντηρούν και τα σωματικά μου κύτταρα. Θέλω να μπορώ να φωνάζω, να σιωπώ, να ψιθυρίζω στίχους μελλοποιημένους και σαν οι συνθήκες το επιβάλλουν, να κλαίω φανερά, χωρίς να ντρέπομαι, χωρίς να σκέφτομαι καμία κριτική και να αναγεννάμαι! Θέλω πραγματικά ελεύθερος να είμαι στο παρόν, αφού κατάφερα από βαρίδια και δεσμά του παρελθόντος να απελευθερωθώ».

Θαύμασα, ίσως και να τρόμαξα λίγο με τη βεβαιότητα, τη δύναμη, το πάθος που εξέφραζε τις απόψεις του, όπως παρουσίαζε τον εαυτό του. Ήμουν σε διαφορετικό μήκος κύματος από το δικό του, ως προς τη στάση ζωής. Προσωπικά, έδινα πάντα προτεραιότητα στις ανάγκες των άλλων, τα δικά μου θέλω ικανοποιούνταν από τη χαρά στα μάτια τους, η ευτυχία μου ήταν συνυφασμένη με την ευτυχία των αγαπημένων μου, τα προβλήματά τους γίνονταν και δικά μου, η λύση τους υποχρέωσή μου, κι αν ήταν δυνατόν να αναπνέω με λιγότερο οξυγόνο για να μην τους λείψει, θα το έκανα!

Ένιωσα ξαφνικά μακριά από τις κλασικές συνήθειες-νοοτροπία, άρχισα να αμφιβάλλω για την αυτοεκτίμησή μου, για το βαθμό που αγαπάω τον εαυτό μου, για την εκμετάλλευση που ίσως υφίσταμαι από όσους εκφράζουν αδυναμίες. Αυτοαμφισβητήθηκε η δοτική μου διάθεση, μεταμορφώθηκε σε υποτίμηση της νοημοσύνης μου, φάνταζε πλέον αφέλεια στην καπατσοσύνη των ωφελιμιστών. Ένιωσα απαξίωση, άτομο με περιορισμένη εμβέλεια, ανασφαλής, αδύναμος!… Ήταν η σειρά του να διακρίνει τον αναβρασμό μου, την αμηχανία μου, την άβολη θέση μου, μα ευγενής καθώς ήταν, την άφησε ασχολίαστη και συμπλήρωσε.

«Ο άνθρωπος, το ΣΗΜΕΡΑ πρέπει να το ζει έντονα, να δηλώνει στη ζωή ΠΑΡΩΝ, το άγνωστο να μην το φοβάται, να εξερευνά διαρκώς ακόμα και τον εαυτό του, και σαν έρθει η στιγμή να χτυπήσει την πόρτα του το ΠΑΡΕΛΘΟΝ, αν εκείνο απαιτήσει να αναμετρηθεί μαζί του, να μη δειλιάσει, αλλά να μην επιτρέψει στα δυσάρεστα, στα μίζερα, να διαφεντέψουν τη ζωή του, όση ακόμα απομένει στον καθένα. Είναι παγίδα οι αναδρομές γιατί το χαμόγελο είναι ευγενικό, εύκολα παραχωρεί τη θέση του σε κάποιο δάκρυ που κυλάει υστερόβουλα, μεγαλόψυχα στέκεται η μεταμέλεια στα λάθη, στα απραγματοποίητα, ξεγελιέται από τη μοχθηρία των τύψεων, αυτές μόνο σαράκι εκκολάπτουν στη γαλήνη της ψυχής, στην ευτυχία».

Σήκωσε άλλη μια φορά το φλιτζάνι με το τσάι και μόλις έσταξε στα χείλη του η τελευταία σταγόνα που είχε απομείνει, άρχισε να ξεδιπλώνει τις σκέψεις του πριν ακόμα το ακουμπήσει στο πιατάκι.

«…όχι, φίλε μου…ποτέ δεν αναζήτησα συνοδοιπόρους! Ξέρεις κάτι, οι σιωπές των ανθρώπων έχουν τη δική τους χημεία, δε δημιουργούν εκρήξεις, συναντώνται πριν διασταυρωθούν οι στράτες τους… Τα άτομα της σιωπής επικοινωνούν εν αγνοία τους κι ας μη γνωρίζονται, όπως καλή ώρα εμείς οι δύο λέγαμε περισσότερα στα μηνύματα που ανταλλάσσαμε, παρά σήμερα. Όσο για τη συγγραφή που ρώτησες, ρητορική ερώτηση κι εγώ θα κάνω. Ποιος ονομάζεται συγγραφέας ή λογοτέχνης, ποιητής ή στιχουργός, λόγιος ή λαϊκός στοχαστής; Αν όσα η παρατήρηση συλλέγει, όσα οι αισθητήρες καταγράφουν στον καμβά της ψυχής μας αν όσα αντέχουν οι ευαισθησίες του προβληματισμένου νοήμονα αποδοθούν με το δικό του τρόπο, με προσωπικό ύφος, αν σεβαστεί τις λέξεις, ανακαλύψει τη μουσικότητά τους και διατηρήσει το ρυθμό τους, αν με ρεαλισμό προσεγγίσει τα γεγονότα και ιδιαίτερα τους ήρωες που δανείζεται για να υλοποιήσουν την ιστορία του, τότε είναι όλα αυτά! Κανένας διαχωρισμός, καμία ετικέτα δε χρειάζεται! Οι ταμπέλες δεν προωθούν ούτε τη γνώση, ούτε την καλλιέργεια, πολύ περισσότερο την εξέλιξη!»

Ξαφνικά ο 90χρονος έφηβος συνομιλητής μου, χωρίς κάποια προειδοποίηση, μάζεψε την άνοιξη που τόση ώρα με είχε συνεπάρει και σίγησε. Σαν να τελείωσε κάποιο κεφάλαιο της ζωή του και δεν τον ενδιέφερε να ανοίξει νέο. Έβαλε σε μια εσωτερική τσέπη του μπουφάν του τα γυαλιά και σηκώθηκε απότομα όρθιος. «Εις το επανιδείν, φίλε μου» συμπλήρωσε ενώ φορούσε το καπέλο του και τακτοποιούσε στην παλάμη του την ασημένια χειρολαβή του μπαστουνιού του. Στο δεύτερο βήμα του κοντοστάθηκε, γύρισε προς το μέρος μου, με κοίταξε κατάματα, ένιωσα να ακτινογραφεί την ψυχή μου. “Να ακούς και μουσική, φίλε μου, πολλή μουσική, σε κάθε νότα που αιωρείται στο χώρο μας είναι αποτυπωμένοι καημοί, χαρές, έρωτες, πόνος και πολλή μελέτη των δημιουργών της, του εμπνευστή της. Βασανίστηκαν αυτοί, έχασαν ύπνο και ραχάτι για να φαντάζει η δική μας ζωή πιο όμορφη, να μας χαμογελά, αρκεί να θέλουμε να τη βλέπουμε! Βιβλία και μουσική, αγαπητέ μου, οδοδείχτες γίνονται για όσους αναζητούν το δρόμο τους ακόμα».

Χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου σαν φιγούρα από χρόνους αλλοτινούς, στητός, με το κεφάλι ψηλά, αλλά βήμα αργό, ταπεινό, σταθερό, με βέβαιο βηματισμό! Η τελευταία του εικόνα που πρόλαβα να αποτυπώσω ήταν η ιπποτική υπόκλιση με το καπέλο του στο χέρι, σε μια κυρία με το δίσκο της γεμάτο από παραγγελίες πελατών που περνούσε εκείνη τη στιγμή μπροστά του!

Ανταπέδωσε κι εκείνη με ένα πλατύ χαμόγελο και συνέχισε τη δουλειά της.

Βαγγέλης Γιάννος

About Guest Μεταξύ μας

Post Views: 67

Μπορεί επίσης να σας αρέσει