Νυχτερινή επισκέπτρια
Τι κι αν σε κούρασε η βουβή της μελωδία; Αυτή που παίζει κάθε βράδυ, ακολουθώντας τον ίδιο μονότονο ρυθμό, αδιαφορώντας πια, για τα δικά σου μουσικά ενδιαφέροντα. Εκείνη, που φαίνεται πως στερεί από τη φαντασία σου τη δυνατότητα ν’ ανοίξει καινούριους ορίζοντες, πραγματοποιώντας, μονάχα, τα δικά της ταξίδια, επιλέγοντας για προορισμό το άγνωστο και το απόμερο. Οι μόνοι προορισμοί που ξέρουν ακόμα, να κρατούν καλά κρυμμένους, σα μεγάλο μυστικό, τους μαγικούς ήχους που εκπέμπει η αληθινή ευτυχία. Σήμερα στέκει, σιωπηλή, να σε κοιτάζει, ντυμένη με την ενοχλητική, τόσο γι’ εκείνη, όσο και γι’ εσένα, φορεσιά της αγανάκτησης, προσμένοντας, καρτερικά, να δώσεις, επιτέλους, τις δικές σου απαντήσεις, στα δικά της ερωτήματα που έθεσε γι’ εσένα, μήπως και καταφέρει κάποια στιγμή να την αποβάλλει από πάνω της, ώστε να ντύσει, επιτέλους, τη θλίψη της με τα χρώματα της ευτυχίας. Απαντήσεις, ήδη υπάρχουσες γραμμένες σε κάποιον τοίχο, ξεχασμένο, που τα γράμματά τους ξεθώριασαν από τον πολύβουο συνωστισμό των αναμνήσεων. Που απορρόφησε το νόημά τους το εγωιστικό παρόν, με το μεγάλο θράσος που ξεχείλιζε από την έντονη και θορυβώδη προσωπικότητα του “τώρα”. Σ’ άφησε μόνο στο περιθώριο, με σκουριασμένα τα γρανάζια της φαντασίας σου, επιτρέποντας στη παράλογη, για την ώρα, επίσκεψη της λογικής, να τσιμεντώσει τι δυνατό σου συναίσθημα, πιστεύοντας πως με τον τρόπο αυτό, θα το αφανίσει μια για πάντα. Κι έπειτα; έπειτα τι απέμεινε από αυτό; Μία σκιά, να περιφέρεται μονάχη, ξανά και ξανά, κάθε βράδυ, στα ερείπια του γκρεμισμένου παρελθόντος, αναζητώντας τα άδικα “γιατί” των λανθασμένων σου επιλογών. Και η συνείδηση, σαν ένας απρόσμενος δικαστής που προβάλλει το σκληρό του πρόσωπο, στέκεται απέναντί σου, προσμένοντας να δώσεις εξηγήσεις στο δικό της μάρτυρα – παρόν, μήπως καταφέρεις, επιτέλους κι αποφυλακιστείς απ’ τη δική σου σκληρή φυλακή του παρελθόντος, προσφέροντάς σου για αντίτιμο, ένα χρυσό εισιτήριο, μεγάλης αξίας, για τη νέα αναχώρηση του τρένου, με προορισμό το μέλλον.
Τι κι αν σε κούρασε η βουβή συνομιλία με τη Μοναξιά; Παρόλα αυτά, ήτανε πάντοτε παρούσα. Τρύπωνε, κάθε βράδυ στο δικό σου δωμάτιο, κρατώντας στα χέρια της, σφιχτά, την πρόσκληση εισόδου που της χάριζε η κρυφή κι όμως τόσο δυνατή σου επιθυμία, με το πρώτο χάραγμα του ήλιου. Μια πρόσκληση που, ξέρατε πολύ καλά και οι δύο πως κρατούσε, όμως κανένας σας δεν ήθελε να αποκαλύψει στον άλλον το κρυφό σας μυστικό. Και ήταν αυτό που ζωντάνευε τη μαγεία της συνάντησης. Ήταν αυτό το μυστικό, που έδινε λόγο στη συνάντησή σας. Μα δε συνομιλούσε μονάχα μαζί σου. Συνομιλούσε και με τη σκέψη σου, προσπαθώντας, άλλοτε με μαεστρία κι άλλοτε, προκαλώντας έντονο πόνο, να εκμαιεύσει από εκείνη τις λέξεις, διατάζοντας την, αποφασισμένη πια, ν’ ανοίξει ξανά τα κρυμμένα της τετράδια που είχε ακόμα καταχωνιασμένα στα συρτάρια του παρελθόντος. Κι εσύ, καθισμένος πλέον, σιωπηλός δίπλα της, το μόνο που επιτρεπόταν να κάνεις ήταν, ν’ ακούσεις το δυνατό θόρυβο των λέξεων που ξεπηδούσαν, μία – μία απ’ τα κιτρινισμένα από το χρόνο τετράδια, με τις αναγραφώμενες απ’ έξω ετικέτες “επιχειρήματα” που ξεγελούσαν μέχρι τώρα, τα γεμάτα αυτοπεποίθηση πρόσωπα των πονηρών δικαιολογιών.