Αλληλένδετες ψυχές
Γεννηθήκαμε κάποια χρονιά απ΄τις πολλές ο κάθε ένας από εμάς σε κάποιο μέρος.
Μεγαλώναμε, μαθαίναμε, ζούσαμε στιγμές, γελούσαμε και όταν πέφταμε και χτυπούσαμε τα γόνατά μας κλαίγαμε με αναφιλητά.
Ο καιρός περνούσε.
Πρώτη μέρα στο σχολείο.
Πάντα ήμουν ντροπαλή και συνεσταλμένη, πάντα μου έλειπε το θάρος. Με πλησίασες.
Ένα αγοράκι με σπιρτόζικο βλέμμα -αν και τότε ιδέα δεν είχα τι σημαίνει το ” σπιρτόζικο”.
Μου έδωσες μια καραμέλα χωρίς να πεις τίποτα.
Με έπιασες απ΄το χεράκι και πήγαμε στη σειρά μας.
Πρώτη δημοτικού. Πρώτο θρανίο. Μαζί.
Τα χρόνια περνούσαν και εμείς καθόμασταν πάντα στο ίδιο θρανίο. Δεν χωριστήκαμε ποτέ.
Μου ζωγράφιζες καρδούλες στα τετράδια και εγώ σου έγραφα στιχάκια στα κενά απ΄τα βιβλία σου.
Κάθε πρωί μου έδινες μια καραμέλα όπως εκείνη την πρώτη μέρα.
Μεγαλώσαμε, το σχολείο τελείωσε, οι πρώτες αγάπες μας χτύπησαν την πόρτα. Άλλες ήρθαν με λουλούδια στα χέρια, άλλες μπήκαν βιαστικά απ΄το παράθυρο χωρίς να κρατούν τίποτα.
Έρωτες , ξενύχτια, κλάματα, απογοητεύσεις.
Εμείς, όμως, πάντα μαζί.
Τα καλοκαίρια τσαλαβουτούσαμε στις θάλασσες παιχνιδίζοντας τον έρωτά μας, τους χειμώνες χουχουλιάζαμε διαβάζοντας βιβλία στον καναπέ, το φθινόπωρο βολτάραμε σε δρόμους γεμάτους φύλλα πεσμένα και κιτρινισμένα σαν από πίνακα και κάθε που ερχόταν η άνοιξη σαν πεταλούδες ερωτοτροπούσαμε ενέμελα και αέρινα πάνω από την γκρίζα πόλη.
Μου έδενες τα κορδόνια από τα σταράκια μου όταν λύνονταν για να μην σου πέσω -πάντα ατσούμπαλη βλέπεις κάτι που έβρισκες πέρα για πέρα χαριτωμένο- και σου διόρθωνα τον γιακά από το λευκό σου το πουκάμισο όταν είχαμε βραδινή έξοδο.
Πάντα σου πήγαιναν τα πουκάμισα.
Και ας γκρίνιαζες όταν ήταν να τα φορέσεις.
Εντωμεταξύ άνθρωποι περνούσαν από πάνω μας, από μέσα μας και ενώ στρώναμε την καρδιά μας σαν χαλί για να περάσουν με την διάθεση να τους καλωσορίσουμε, κάποιοι από αυτούς την λέρωσαν, την ξέσκισαν, την κουρέλιασαν.
Κάποιοι δεν είχαν σκοπό να μας πληγώσουν. Απλά προέκυψε. Τι να πεις γι΄αυτούς; Αυτά συμβαίνουν. Μήπως και εμείς δεν λαβώσαμε καρδιές άθελά μας;
Κάποιοι πάλι σαν επιδέξιοι γελοτοποιοί μας χάρισαν γέλια και χαρές, όλα δανεικά, όλα με ημερομηνία λήξης για τόσο όσο κρατάει μια παράσταση.
Κι΄ύστερα σιωπή.
Τα φώτα σβήνανε.
Η παράσταση τελείωνε, εκείνοι ξεβάφονταν και εμείς λυπημένοι παλιάτσοι σε ένα θλιβερό και άδειο τσίρκο, με δάκρυα στα μάτια και ένα ανάποδο χαμόγελο στο πρόσωπο όπως αυτό που είχα όταν, μόνη μου, καθόμουν στο πεζούλι του σχολείου στα διαλείμματα.
Βλέπεις πάντα ήμουν ντροπαλή και συνεσταλμένη, πάντα ευαίσθητη και στον κόσμο μου.
Ποτέ αποδεκτή από τους πολλούς και πάντα αποστασιοποιημένη.
Πάντα μόνη.
Χωρίς κάποιος να μου προσφέρει ένα χαμόγελο και μια καραμέλα.
Χωρίς κάποιος να μου δώσει το χέρι του και να με οδηγήσει στη σειρά και μετά στο θρανίο μας.
Κάποια στιγμή ο πόνος γλύκανε.
Περνούσε ο καιρός, ήρθαν καλύτερες μέρες.
Γνωρίσαμε καινούργιους ανθρώπους, κάναμε συνεργασίες, αλλάξαμε κι΄εμείς, κάπως σκληρύναμε ή έτσι νομίζαμε.
Ο κάθε ένας μας σε ένα διαφορετικό μέρος αυτού του κόσμου να ζούμε τις παράλληλες, συμβιβασμένες μα ήρεμες ζωές μας. Όλα καλά.Παράπονο δεν είχαμε.
Δουλειές, φίλοι, σπίτια, κοινωνικές επαφές, ταινία τις Παρασκευές τα βράδια , σινεμά μια φορά τον μήνα, φακές κάθε Τετάρτη, ψητό τις Κυριακές.
Όλα καλά.
Η εικόνα σου άρχισε να ξεθωριάζει αλλά ποτέ δεν έσβηνε.
Πάντα εκεί στο πίσω μέρος του μυαλού μου να ενοχλεί.
Όμως όλα καλά.
Θα μπορούσες να είσαι ο άγνωστος που αλληλογραφούσαμε παιδιά στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, τότε που οι λέξεις “λάπτοπ”, “τάμπλετ”, “διαδύκτιο” και “μέσεντζερ” μας ήταν άγνωστες.
Ο άγνωστος εκείνος που τελικά χαθήκαμε, που δεν θυμάμαι πότε πήρα γράμμα του τελευταία φορά.
Οι ζωές μας δεν διασταυρώθηκαν ποτέ, οι ψυχές μας όμως γεννήθηκαν μαζί.
Παρ΄όλα αυτά χαθήκανε κι΄αυτές.
Τις χώρισε η φασαρία της καθημερινότητας και η ταχύτητα του χρόνου.
Ή έτσι νόμιζα.
Και να σου ξαφνικά μπροστά μου να μου απλώνεις το χέρι.
“Χαίρω πολύ” είπες.
Αποσβολωμένη σε κοιτώ. Δεν μιλάω. Δεν αναπνέω. Δεν κουνιέμαι. Δεν ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα.
Μου δίνεις μια καραμέλα και με παίρνεις απ΄το χεράκι.
Με οδηγείς στο πρώτο το θρανίο.
Είσαι εκείνο το αγοράκι με το σπιρτόζικο βλέμμα.
Τώρα ξέρω τι σημαίνει “σπιρτόζικο”, έχω μεγαλώσει.
Είσαι εκείνος που έστρωσε χαλί κατακόκκινο την καρδιά του και του την τσαλαπατήσανε ,την βρωμίσανε, την κουρελιάσανε ουκ΄ολίγες φορές και εγώ δεν ήμουν εκεί να γιατρέψω τις πληγές της, να την κοιμήσω στο στήθος μου να ξεκουραστεί.
Είσαι αυτός που είχε μία ήρεμη και καθώς πρέπει ζωή.
Είμαι το θλιμμένο κοριτσάκι που καθόταν μόνο του στο πεζούλι του σχολείου.
Ο παλιάτσος με το ανάποδο χαμόγελο και τα δάκρυα στα μάτια.
Αυτή που όταν οι γελοτοποιοί αποκαλύπτονταν της κοβόταν το γέλιο.
Αυτή που έφτιαχνε φακές τις Τετάρτες και ψητό τις Κυριακές.
Σε αγαπούσα πάντα να ξέρεις.
Από τότε που σε κυοφορούσε η μάνα σου.
Από τότε που μου έδωσες την πρώτη καραμέλα.
Που μου ζωγράφιζες καρδιές στα τετράδια.
Από τότε που έτρεχες στις αλάνες με τους φίλους σου και κοκορεύοσουν για την δύναμή σου.
Από τότε που ήσουν έφηβος, φαντάρος που έπιασες την πρώτη σου δουλειά.
Από τότε που θέριευε η καρδιά στο στήθος σου και από τότε που έκλαψες πρώτη φορά γι΄αγάπη.
Σ΄αγαπούσα από όταν μου πρότεινες να χορέψουμε σε εκείνο το πάρτυ, σχολιαρόπαιδια ακόμα.
Από τότε που έκανες επαναστάσεις στα φοιτητικά σου χρόνια και από τότε που αποφάσισες πια να αλλάξεις ρότα και να συμβιβαστείς.
Τώρα είσαι εδώ. Υπάρχεις ή είσαι μυθικό πλάσμα;
Υπάρχεις !
Και ξαφνικά όλοι οι άλλοι είναι μαζί και εσύ μόνος σου.
Στη μία και μοναδική θέση που υπάρχει διαθέσιμη δίπλα μου.
Να μιλάμε στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο σαν μία οντότητα.
Να είμαστε ένα αδιάσπαστο, αδιαίρετο ” ΕΜΕΙΣ”.
Ένας τόσο καλά μπλεγμένος κόμπος που δεν λύνεται.
Εμείς τόσο ξεκάθαρα και άρρηκτα δεμένοι και όλοι οι άλλοι θολές παρουσίες.
Όλοι αυτοί μαζί και εσύ μόνος σου.
Ο ένας. Ο ένας ΜΟΥ.
Με μια κτητική αντωνυμία τόσο ηχηρή που τρομάζει.
Σ΄αγαπάω.
Αγαπώ ό,τι ήσουν, ό,τι είσαι και ό,τι θα γίνεις.
Μοιραστήκαμε κάποτε κάτι ουράνιο και θεϊκό.
Κάτι στο οποίο δεν υπήρχε ύλη, αριθμοί και χαρακτηριστικά, αλλά μόνο αύρα και αγάπη.
Τώρα είσαι εδώ. Ολοζώντανος μποστά μου.
” Χαίρω πολύ” είπα.
Παίρνω την καραμέλα και σου δίνω το χέρι μου.
—————————————————————–
Γεννηθήκαμε κάποια χρονιά απ΄τις πολλές ο κάθε ένας από εμάς σε κάποιο μέρος.
Ζήσαμε ζωές παράλληλες μα οι ψυχές μας ταξίδευαν ανέκαθεν μαζί.
Τώρα σαν δύο ημικύκλια σχηματίζουμε έναν τέλειο κύκλο που μέσα του κλείνει όλο το μεγαλείο της κοινής μας ύπαρξης.
Είμαστε δύο κομματάκια που είχαν χαθεί από ένα -τέλεια- συμπληρωμένο παζλ.
Χαθήκαμε πιασμένοι χέρι-χέρι στο βάθος του δρόμου.
Το κουδούνι είχε χτυπήσει.
Έπρεπε να προλάβουμε να κάτσουμε μαζί στο πρώτο το θρανίο.
Αρκετό χρόνο είχαμε χάσει.
Τώρα έπρεπε να ζήσουμε.
Εύα Κοτσίκου
Με ταξίδεψε το κείμενο και αυτό πιυ άρεσε πολυ. Είχα καιρό να διβασω κάτι με λυρισμό, αθωότητα και ποίηση. Συγχαρητήρια.