Όταν έρχομαι να με διώχνεις!
Αν η σκέψη ήταν παρουσία, θα ήμασταν συνέχεια μαζί.
Θα ξυπνούσες κάθε πρωί δίπλα μου και θ’ αντίκριζες το βλέμμα μου, να σε χαζεύει, όπως ονειρεύεσαι.
Θα ετοιμαζόμαστε μαζί για τη δουλειά, θα έπινες από τον καφέ μου, θα με πείραζες στο μετρό και θα μου έστελνες πονηρά μηνύματα στα βαρετά meetings, προκαλώντας με κι εγώ θα προσπαθούσα να κρατήσω τα προσχήματα.
Αν η σκέψη ήταν παρουσία…
Αλλά δεν είναι.
Αόρατος εισβολέας είναι, διαρρήκτης της κοινής ησυχίας του νου, που σφηνώνεται με τη μορφή σου στο κεφάλι μου και μένει εκεί.
“Μου λείπεις” , μου έγραψες .
Με ρώτησες αν σου έλειψα, κι εγώ σου απάντησα “όχι”.
Παραξενεύτηκες, κι ύστερα μεμιάς κατάλαβες πως είσαι συνέχεια στο μυαλό μου.
Σε ο,τι κάνω.
Άλλοτε ν’αποζητω την ιδέα σου για να ξεφύγω από τη ρουτίνα μου και να ονειροπολήσω, να σχηματίζω το πρόσωπο σου στου νου το καβαλέτο και να χαμογελώ…
Και να με βλέπουν οι διπλανοί μου και ν’ αναρωτιούνται γιατί.
Κι άλλοτε, συνήθως πάντα πια, να τρυπαλάς την ασπίδα μου και να μου κλέβεις τις σκέψεις, τους πόθους, τους αναστεναγμούς.
Βασανιστική γίνεται τότε η μορφή σου που δεν μπορώ να αγγίζω.
Εισπνέω βαθιά τον αέρα, μήπως κι έμεινε τίποτα από τη μυρωδιά σου να ρουφήξω.
Χαϊδεύω την οθόνη του τηλεφώνου μου, τη φωτογραφία σου, τα λόγια που ανταλλάξαμε.
Κι έπειτα το κλειδώνω βιαστικά.
Μη με πιάσουν στα πράσα.
Μην πω στον πειρασμό και έρθω κι εγώ σε σένα.
Όταν έρχομαι, να με διώχνεις.
Κάθε φορά που με σκέφτεσαι, να θυμάσαι ότι δεν πάμε πουθενά μαζί.
Όταν έρχομαι να με διώχνεις.
Να σκοτώνεις την ιδέα μου, σαν το θνησιγενές σμίξιμο μας.
Όταν έρχομαι να με διώχνεις.
Δρόμοι παράλληλοι οι ζωές μας, μία φορά συναντήθηκαν κι ύστερα κενό.
Σπαταλημένες βάφτισε τις στιγμές μας και θάψε τις βαθιά στο φρέαρ του νου και ρίξε από πάνω άλλες στιγμές δικές σου μόνο, λιθάρια, να βαρύνουν, να μη βγουν στην επιφάνεια ποτέ οι μύχιοι πόθοι.
Όταν έρχομαι να με διώχνεις.
Γιατί δεν ξέρω εγώ αν θα φύγω από μόνη μου.
Να με διώχνεις, γιατί δεν μου’ χει μείνει σταλιά εγωισμός
Να με διώχνεις, μήπως και σε μισήσω..
Μήπως και θυμώσω…
Να με διώχνεις γιατί εγώ από μόνη μου δε θα σε διώξω πότε!
Ανθή Γεώργα