20 Φεβρουαρίου 2018
Share

Για εκείνους υπήρχε μόνο η λάθος αρχή

Δύο άνθρωποι διαφορετικοί. Αυτό ήταν. Εκείνος αυτό είχε διαγνώσει. Την διαφορετικότητα τους. Σαν μια ασθένεια. Σαν ένα ανάρμοστο παιχνίδι. Λογική που ποτέ δεν κατάλαβε εκείνη. Εντάξει στην αρχή δεν ήθελε να καταλάβει. Άλλωστε όπως φαίνονταν όλα ήταν εντελώς ξεκάθαρα, εντελώς κατανοητά. Από δική του πλευρά. Ήταν ναι. Αλλά μονάχα στο μυαλό του. Στο δικό της μυαλό γύριζε απλά μια περίεργη αμφιβολία. Ένα ρίγος που της προκαλούσε ένα τρέμουλο. Ευτυχώς που δεν κρατούσε πολύ.

Λένε τον έρωτα τον αντιλαμβάνεσαι στο σώμα σου. Τον νιώθεις πάνω σου. Σε κάθε εκατοστό της σάρκας σου. Σε κάθε κύτταρο της ύπαρξης σου. Έτσι δεν ήταν με εκείνους; Μάλλον. Δηλαδή..μπορεί. ……… Ειρωνεία δεν βρίσκεις; Δυο άνθρωποι να ζουν το πάθος, μα να μην μπορούν να το επιβιώσουν. Να μην μπορούν να ονομάσουν τι γίνεται μέσα τους. Να βγάζουν συνέχεια ανασφάλεια και φόβο. Ποτέ δεν είπαν σ ’αγαπώ. Δεν ήξεραν αν έπρεπε. Που να καταλάβει. Σκέφτηκε ο ένας. Άστο για αύριο. Και το άφησαν για αύριο.

Σαν κάτι ξεπεσμένα ανθρωπάκια που συναντιούνται στον δρόμο μετά από καιρό και κλείνουν τα μάτια για να μην θυμούνται. Αλλάζουν πεζοδρόμιο. Κοροϊδεύουν τον εαυτό τους. Η λογική του ηλίθιου. Εκείνη πάλι δεν ήξερε να τον κρατήσει. Γενικώς δεν ήξερε. Με εκείνον όλα ήταν τόσο δύσκολα. Τόσο αδύναμα. Είχε μέσα της όμως ένα περίεργο πείσμα. Ήξερε να περιμένει. Όχι τους δυο τους. Ούτε να ανταμώσουν πάλι. Ήθελε να δώσει στον εαυτό της την ικανοποίηση να τον δει χωρίς να φοράει το ρούχο της αγάπης πάνω του. Να τον ξεμοντάρει από πάνω της. Τον ήθελε γυμνό κυρίως. Να γυμνωθεί η ψυχή του. Να ταπεινωθεί το υπερεγώ του. Να χαμηλώνει τα μάτια και να σφηνώνουν τέρμα κάτω στο έδαφος. Ούτε χιλιοστό πιο πάνω.

Δεν το διαπραγματευόταν. Ήθελε να τον κάνει να καταλάβει. Να τον κάνει να δει εκείνα τα μικρά κενά που εκείνος έσκαψε μέσα της. Και δεν έκανε και τίποτα για να τα εξαφανίσει. Κι εκείνα ζωγραφίστηκαν πάνω της. Έμοιαζαν σαν μαύρα χαμόγελα που σκόρπιζαν σ’ όλο της το κορμί. Τις όμορφες μέρες της, μιλούσε για ταξίδια. Είχαν διαλέξει και προορισμό. Εκείνη δηλαδή. Εκείνη είχε χαράξει όνειρα κι εκείνος ήταν εκεί για να τα κάνει πράξη. Και στην πράξη οι άνθρωποι ξεχνούν όσα υποσχέθηκαν. Άλλωστε εντάξει, όλοι κάπως δεν ξεχνάμε; Έτσι ήταν τελικά. Τίποτα το ουσιαστικό. Τίποτα που να άξιζε να ειπωθεί. Τίποτα που θα μπορούσε να μείνει.

Ένα ταξίδι που έμεινε μισό και κάτι λόγια που τα κατάπιε η γλώσσα. Και περνάει ο χρόνος. Πιο βολικά, πιο άνετα. Ακανόνιστα. Για εκείνη όμως ο δικός της χρόνος είχε παγώσει εκείνη την στιγμή που κανόνισε τις λέξεις της τόσο σωστά, τόσο ξεκάθαρα. Ήθελε να μπει η τελεία που αργά ή γρήγορα θα έμπαινε. Για την τελεία ήταν σίγουρη. Για τον εαυτό της όχι και τόσο. Και δεν της άρεσε να ζει με αυταπάτες. Δεν ήθελε να ελπίζει στον χρόνο. Επιζητούσε μια απάντηση. Ξεκάθαρη. Αντρίκια. Και ήρθε σαν μια μικρή σφαλιάρα να την ταρακουνήσει. Κι εκείνη τη στιγμή πέρασαν μπροστά από τα μάτια της δυο χέρια να την αφήνουν. Να την απελευθερώνουν. Να μην παλεύουν να την κρατήσουν.

Για μια στιγμή τα έβαλε με τον εαυτό της. Που δεν κατάλαβε πως για μια ακόμη φορά υπολόγισε λάθος. Νόμιζε πως τον ήξερε. Για καλή της τύχη κατάφερε να τον βγάλει από μέσα της. Τον ξεπέρασε. Αλλά τι θα γινόταν με εκείνο το μικρό παιδί που κυοφορούσε μέσα της; Θυμός. Θυμωμένα μάτια, πρόσωπα. Θυμωμένες λέξεις και στιγμές. Εκείνος ένας άνθρωπος που χωρίς τύψεις, χωρίς ηθικούς φραγμούς απέρριπτε με ευκολία όσα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει. Γεννημένος αμοραλιστής, με φειδωλές σκέψεις και συναισθήματα. Ένας άνθρωπος που αν έψαχνε καλύτερα μέσα του, ίσως να έβρισκε κάτι πολύτιμο. Τον εαυτό του. Κι αν δεν τα ‘χεις βρει με την πάρτη σου τότε άστο. Χάνεις τη μισή ζωή. Από την άλλη αν έχεις μάθει να ζεις στα μισά, στα δανεικά, τα λίγα. Νομίζεις πως είσαι ευτυχισμένος. Νομίζεις. Η αυταπάτη που λέγαμε.

Lucerne

https://www.youtube.com/watch?v=K6W5Xfgm-vM

About Guest Μεταξύ μας

Μπορεί επίσης να σας αρέσει