Πάμε να φύγουμε τώρα! Τώρα που δε μας χωρίζει κανείς…
Και να ‘μαι και πάλι εδώ. Απρόσκλητος επισκέπτης στο άβατο του μυαλού σου. Να ρέω σαν καταρράκτης στο καταφύγιο της σκέψης σου και να με ψάχνω παντού. Να αλητεύω σαν δραπέτης στα πιο κρυφά σου μονοπάτια και να με αναζητώ στους λαβύρινθους της ψυχής σου. Να αλωνίζω σαν παιδί στα ημιφωτισμένα καλντερίμια σου και να με ανακαλύπτω στις πιο σκοτεινές στοές σου.
Εδώ είμαι και απόψε. Παραβάτης στην πύλη των ονείρων σου. Να κλέβω ανάσες από τους αναστεναγμούς σου και να ξαναδίνω ζωή στο απαγορευμένο μας τότε. Να ταξιδεύω όλο το βράδυ μεθυσμένος από τη μυρωδιά σου χαζεύοντάς σε που κοιμάσαι. Να σου ψιθυρίζω στο αυτί, κι εσύ ζαλισμένη από τον ύπνο, να μην μπορείς να συνειδητοποιήσεις αν όντως είμαι εκεί. Να πλέκω τα δάχτυλά μου στα μαύρα σου μαλλιά και να ψηλαφίζω κάθε εκατοστό του κορμιού σου. Να αποσπώ δροσερά φιλιά από την άκρη των χειλιών σου και να γκρεμίζομαι στο λαιμό σου. Να ξαναζώ αυτή τη διαδρομή στο σώμα σου που τόσο πολύ μου έλειψε.
Ήρθα και πάλι πλάι σου. Ήρθα και απόψε να σε πάρω από το χέρι και να χαθούμε σε ακόμα ένα ταξίδι στα περασμένα. Σε αυτή τη ζωή που μας αρνήθηκαν και ξετυλίγεται μπροστά μας κάθε φορά που κλείνουμε τα μάτια μας. Κάθε φορά που σκοτεινιάζει ο κόσμος γύρω μας. Να ζωντανέψω για λίγες ώρες αυτή μας την κλειδαμπαρωμένη αμαρτία και να χαθώ από τις γρίλιες των παραθυρόφυλλών σου με το πρώτο πρωινό φως.
Ήρθα και πάλι εδώ, εδώ στο μέρος το γνωστό. Κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Εκεί που τα όνειρα ζωντανεύουν και η πραγματικότητα χάνεται μέσα στις σκιές. Εκεί που τα “πρέπει” υποτάσσονται στα “θέλω” και το λάθος επιβάλλεται του σωστού. Εκεί που τα όρια σπάνε και πραγματοποιούνται οι ευχές.
Σήκω, κορίτσι μου, και περνάει η ώρα. Έλα, πριν να ξημερώσει. Πριν να χτυπήσει το ξυπνητήρι και το όνειρο εξατμιστεί. Πριν να σε σκεπάσω και φύγω. Πριν η ημέρα έρθει και διαλύσει το σκοτάδι και μείνουν μόνο ιδρωμένα σεντόνια και μουσκεμένες μαξιλαροθήκες. Έλα μαζί μου τώρα, τώρα που δε μας χωρίζει κανείς.
Χατζηκυριάκου Παντελής